Σε σκέφτομαι κάθε μέρα. Δεν έρχομαι στο νεκροταφείο, έχω ενάμιση χρόνο να πατήσω, δεν μπορώ…
Σε σκέφτομαι κάθε μέρα. Δεν έρχομαι στο νεκροταφείο, έχω ενάμιση χρόνο να πατήσω, δεν μπορώ. Δεν το κάνω από αδιαφορία. Είναι που δεν θέλω να ξέρω ότι είσαι εκεί. Δεν θέλω να σε φαντάζομαι εκεί.
Από την Κυριακή Χαριτάκη
Θα’ θελα να σου πω τα νέα μου. Ότι το site πάει καλά, ότι έχω μια καινούρια σχέση και είμαι ευτυχισμένη, ότι έχω προβλήματα με το παιδί αλλά με κόπο λύνονται σιγά σιγά, ότι η μαμά δεν με καταλαβαίνει και μου στέλνει 500 μηνύματα στο Viber ό,τι ώρα να΄ ναι, ότι ο Άκης παντρεύεται τον Σεπτέμβρη και συνεχίζει να είναι κάφρος και με κάνει να γελάω, ότι έχω χάσει λίγα κιλά αλλά συνεχίζω να τρώω καμιά σοκολάτα, ότι στο ψυγείο μου έχω το σημείωμά σου, που μου έλεγε να τις κόψω επιτέλους.
Κι εσύ προβληματισμένος να καπνίζεις κάτω από τον απορροφητήρα και να με κοιτάς με μισό μάτι και μετά να λέω βλακείες και να γελάς και να χτυπάει το τηλέφωνο και να υπερηφανεύεσαι στους φίλους σου. Και μετά να φεύγω και να σε παίρνω τηλέφωνο στο άσχετο και να σου λέω ότι μου κάηκε μια λάμπα και πότε θα έρθεις να τη φτιάξεις.
Ήσουν ο μόνος άνθρωπος που ερχόταν με το μηχανάκι από την άλλη άκρη, κι έφερνε ένα πιάτο φαγητό τις μέρες που δούλευα πολύ και δεν προλάβαινα να μαγειρέψω. Λένε πως οι άνθρωποι που δεν είναι πια στη ζωή και μας αγαπούσαν πολύ, “στέλνουν” πίσω αντικαταστάτη, κάποιον να μας προσέχει. Και μπορεί να ακούγεται τρελό, ονειροπόλο ή ακραίο, αλλά αισθάνομαι ότι-ίσως- εσύ “έστειλες” τον Γιάννη να μας προσέχει και να μας αγαπά. Ακούγεται ηλίθιο και χαζό αλλά νιώθω ότι ακόμα και που έφυγες, άφησες άνθρωπο στο πόδι σου. Κι αν δεν ισχύει αυτό, τότε σίγουρα πρόκειται για πολύ μεγάλη σύμπτωση.
Ξέρεις, σε νιώθω καμιά φορά μέσα στο σπίτι. Το ίδιο και ο Γιώργος. Ένα βράδυ χάλασε το site, έπαθε χοντρή ζημιά και κάναμε ένα 24ωρο να το ρυθμίσουμε. Από το άγχος μου, εκείνο το βράδυ, δεν κοιμήθηκα καθόλου. Κάποια στιγμή, εκεί γύρω στο ξημέρωμα, έγειρα λίγο στον καναπέ εξαντλημένη από το κλάμα και έκλεισα τα μάτια μου, δεν πρέπει να ήταν πάνω από 20 λεπτά. Σ’ εκείνο το 20λεπτο σε είδα να κάθεσαι στενοχωρημένος στην άκρη του καναπέ, εκεί κάτω στα πόδια μου και να μου λες “Μην κάνεις έτσι κοριτσάκι μου, θα το φτιάξουν”. Πετάχτηκα στον ύπνο μου, με τη φωνή σου να ηχεί στα αυτιά μου. 3 ώρες μετά με πήραν και μου είπαν πως ήταν όλα εντάξει.
Βλέπω κορίτσια στην ηλικία μου και μεγαλύτερα που έχουν τους μπαμπάδες τους και στενοχωριέμαι. Γιατί θα μπορούσα κι εγώ να σε έχω, ήσουν νέος, αλλά το τσιγάρο είχε μεγαλύτερη σημασία για σένα.
Θυμάμαι τη μέρα που μιλήσαμε στο τηλέφωνο, μια μέρα πρίν πεθάνεις και λυπάμαι που δεν ήξερα ότι εκείνη ήταν η τελευταία φορά που σε άκουγα., για να κρατήσω λίγο ακόμα τη γραμμή.
Θυμάμαι τη μέρα που πέθανες και σε κατέβασαν με το ασανσέρ σε ένα σεντόνι, σαν σακί. Σαν να ήσουν ένα κομμάτι κρέας, σαν να ήσουν τίποτα και αυτή τη μνήμη την ανακαλώ κάθε φορά που “σκάω” με ασήμαντες βλακείες, με πράγματα που διορθώνονται.
Τώρα σ΄αφήνω μπαμπά, πρέπει να γυρίσω στη δουλειά. Με περιμένουν τόσα να κάνω κάθε μέρα. Θέλω μόνο να σου ζητήσω μια χάρη, ξέρω πως είναι εγωϊστική και άδικη αλλά εγώ θα στη ζητήσω. Μπορεί να μην έρχομαι στο νεκροταφείο, αλλά εσύ δεν θέλω να σταματήσεις να “έρχεσαι”.
Καληνύχτα μπαμπά…
Σχόλια