fbpx

Έλα να μιλήσουμε για λίγο. Εγώ κι εσύ. Μαζί.

| 3 Δεκεμβρίου 2014
ADVERTISEMENT

«Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου» λέει η λαϊκή σοφία. Άβυσσος κι η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων.

Υπάρχουν φορές όπου οι άνθρωποι μιλάμε μεταξύ μας με τις ώρες. Που ανταλλάσσουμε χιλιάδες λέξεις και, μαζί με αυτές, ένα χείμαρρο συναισθημάτων και σκέψεων. Που, τελικά, παρά το χρόνο και την ενέργεια που αφιερώνουμε σε αυτό, καταλήγουμε να αισθανόμαστε πιο μόνοι από ποτέ.


ADVERTISEMENT

Κι υπάρχουν και φορές που παραμένουμε σιωπηλοί. Που απλά υπάρχουμε δίπλα σε έναν άλλο άνθρωπο και δεν χρειαζόμαστε να πούμε τίποτα. Που η επικοινωνία μεταξύ μας είναι τόσο βαθειά ώστε μας φαίνεται «μαγική» και οι λέξεις περιττεύουν.

Πώς γίνεται να βιώνουμε και τις δυο αυτές καταστάσεις; Τι συμβαίνει στην «επικοινωνία» μας; Ποιοι παράγοντες την επηρεάζουν;

Στην αρχή κάθε σχέσης, ιδιαίτερα μιας συντροφικής σχέσης, βιώνουμε έναν έντονο ενθουσιασμό. Ο άλλος είναι ένα μυστήριο που αδημονούμε να ανακαλύψουμε. Είναι η ενσάρκωση των προσδοκιών μας, η απάντηση στην ανάγκη μας για συντροφικότητα, η επιθυμία μας – ακόμα και η προσευχή μας – που παίρνει επιτέλους σάρκα και οστά. Φωτίζουμε τα κοινά μας σημεία, εκείνα που μας επιβεβαιώνουν γιατί τον «διαλέξαμε», για ποιο λόγο επιλέξαμε να είμαστε μαζί. Κι έτσι, τα συναισθήματα που μας κατακλύζουν είναι κατεξοχήν θετικά και όμορφα, οι ανάγκες μας φαίνονται να ικανοποιούνται απόλυτα στο πρόσωπο του άλλου και η επικοινωνία μεταξύ μας μοιάζει να ρέει απρόσκοπτα.


ADVERTISEMENT

Ώσπου η πραγματικότητα μας χτυπάει την πόρτα.

Και ξαφνικά ανακαλύπτουμε ότι ο άλλος δεν είναι η απάντηση στις προσευχές μας. Ότι είμαστε δύο διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικό τρόπο σκέψης και, ενδεχομένως, διαφορετικές ανάγκες. Τότε, επιστρατεύουμε τη λογική μας. Προσπαθούμε να εκλογικεύσουμε τις καταστάσεις αλλά και τα συναισθήματά μας και να τα εκφράσουμε λεκτικά, με την ελπίδα ότι ο άλλος θα μας καταλάβει. Ίσως και να συνειδητοποιούμε, για πρώτη φορά, ότι η κάθε σχέση είναι μια αμοιβαία προσπάθεια συμπόρευσης κι όχι μια διαδικασία επιβολής του ενός στον άλλο.

Δεν είναι σπάνιο οι προσπάθειές μας για επικοινωνία να πέφτουν στο κενό, να μοιάζουν μάταιες, επειδή ο άλλος δεν φαίνεται να καταλαβαίνει τίποτα από ό,τι του λέμε. Φράσεις όπως «θέλω να μιλήσουμε» ή «μα γιατί δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω;» ή «τι δεν καταλαβαίνεις» αγγίζουν τα όρια του κωμικοτραγικού λόγω της επανάληψής τους ξανά και ξανά και ξανά…

Τι φταίει;

Στην επικοινωνία υπάρχει πάντοτε ένας πομπός – ή ομιλητής – και ένας δέκτης – ή ακροατής. Και για να είναι η επικοινωνία αποτελεσματική, ο πομπός θα πρέπει να εκφράζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται απολύτως αντιληπτός από τον δέκτη και ο δέκτης θα πρέπει να ακούει με τέτοιο τρόπο ώστε να κατανοεί τον πομπό. Συνήθως θεωρούμε δεδομένο ότι, απλά και μόνο επειδή μιλάμε, ο άλλος αντιλαμβάνεται όσα του λέμε με τον τρόπο που εμείς θέλουμε να τα αντιληφθεί. Κι από την άλλη, ως ακροατές, συνήθως δεν ακούμε για να καταλάβουμε, αλλά σκεφτόμαστε πώς να απαντήσουμε σε όσα λέγονται και ενδεχομένως μας ενοχλούν. Και μετά απορούμε γιατί δεν καταφέρνουμε να επικοινωνήσουμε πραγματικά…

Ας σκεφτούμε για λίγο πώς θα μπορούσαμε να “ξετυλίξουμε” το κουβάρι της επικοινωνίας μας.

Τι είναι αυτό που θέλουμε να επικοινωνήσουμε στον άλλο;

Για ποιο λόγο θέλουμε να το επικοινωνήσουμε;

Πώς θέλουμε να το εκφράσουμε;

Ποια θέλουμε ή προσδοκούμε να είναι η αντίδραση του άλλου;

Όλοι μας «κουβαλάμε» μέσα μας πράγματα που μας επηρεάζουν σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Η ιστορία μας, το οικογενειακό μας περιβάλλον, η εκπαίδευσή μας, οι κοινωνικές συγκυρίες και άλλα πολλά καθορίζουν την αντίληψή μας για τον κόσμο γύρω μας αλλά και την αντίδρασή μας σε πράγματα που δεν μας αρέσουν.

Όταν θέλουμε να μοιραστούμε με τον άλλο τις σκέψεις μας ή να του ζητήσουμε να κάνει κάτι ή να του εκφράσουμε την αντίθεσή μας σε κάτι που κάνει, πώς το επικοινωνούμε αυτό;

Τι γλώσσα χρησιμοποιούμε; Επιθετική ή συνεργατική;

Τι ύφος έχουμε; Εριστικό ή ήρεμο;

Πώς εκφράζουμε τα συναισθήματά μας; Περιμένουμε να εκραγούμε ή προσπαθούμε να το διαχειριστούμε διαφορετικά;

Η απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα εξαρτάται άμεσα από τις προθέσεις μας.

Θέλουμε απλά να εκτονώσουμε ό,τι νοιώθουμε, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, χωρίς να νοιαζόμαστε για τις συνέπειες;

Θέλουμε να μοιραστούμε με τον άλλο ό,τι μας προβληματίζει ή μας πονάει, με την ελπίδα ότι ο πόνος θα αρχίσει να φεύγει και οι ανάγκες μας θα ικανοποιηθούν αν ο άλλος καταλάβει πραγματικά αυτό που θέλουμε να του πούμε;

Επιθυμούμε ίσως κάτι άλλο;

Οι λέξεις που επιλέγουμε να πούμε, η χροιά της φωνής μας, το ύφος του λόγου μας, η γλώσσα του σώματός μας είναι όλοι σημαντικοί παράγοντες για την έκβαση της επικοινωνίας μας και επηρεάζουν καθοριστικά την πορεία της. Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μάθει να επικοινωνούμε με τρόπο που αποθαρρύνει την πραγματική και ουσιαστική σύνδεση και επικοινωνία. Συνήθως χρησιμοποιούμε κρίσεις, αξιολογίσεις, χαρακτηρισμούς, ετικέτες και εκλογικεύσεις που “κλειδώνουν” εμάς αλλά και το συνομιλητή μας, με αποτέλεσμα να φεύγουμε από τη συζήτηση έχοντας την αίσθηση ότι δεν καταφέραμε πολλά ή ότι φτάσαμε σε αδιέξοδο.

Κι αν υπήρχε κάποιος τρόπος για να ξεπεράσουμε αυτό το αδιέξοδο; Αν μπορούσαμε να επηρεάσουμε σημαντικά την επικοινωνία μας, ώστε αυτή να γίνει πιο ανθρώπινη, πιο ειλικρινής, πιο ουσιαστική;

Θα δεχόμασταν να αναλάβουμε την ευθύνη για τον τρόπο που επικοινωνούμε και να τον αλλάξουμε;

Μπορούμε να αντέξουμε το “βάρος” να κάνουμε εμείς οι ίδιοι τη ζωή μας – αλλά και τη ζωή των άλλων – πιο όμορφη;

Δήμητρα Γαβριήλ
Δικηγόρος -Διαμεσολαβήτρια
Σύμβουλος επίλυσης συγκρούσεων
Web: http://dimitragavriil.gr/


Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ