fbpx

Το ποτό με βοηθούσε να μην σκέφτομαι μετά τον χωρισμό. Ή έτσι νόμιζα…

| 23 Ιανουαρίου 2020
ADVERTISEMENT

Λίγο πριν η κόρη μου κλείσει τα 4 της χρόνια αποφασίσαμε να συγκατοικήσουμε με το σύντροφό μου, τον πρώτο άνθρωπο με τον οποίο έκανα σχέση μετά το διαζύγιο με το μπαμπά της. Σαν μαμά είχα έναν κανόνα: δεν πίνουμε ποτέ όταν το παιδί μένει μαζί μας. Μόνοι μας δεν είχα θέμα να «κατεβάσουμε» ολόκληρα βαρέλια.

Νοικιάσαμε ένα καταπληκτικό διαμέρισμα με φανταστική θέα, στο ισόγειο του οποίου υπήρχε ένα ιταλικό εστιατόριο. Γρήγορα γίναμε θαμώνες και μάλιστα συχνότατοι. Έτυχε την εποχή που μετακομίσαμε να έχουν προσλάβει έναν καταπληκτικό ιταλό σεφ που κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ έδινε που λέμε «ρεσιτάλ ερμηνείας». Κάθε Παρασκευή και Σάββατο όλοι ήξεραν που θα μας βρουν.


ADVERTISEMENT

Το παιδί ζούσε με το μπαμπά του από Δευτέρα μέχρι Πέμπτη και κάθε Παρασκευή και Σαββατοκύριακο το είχα εγώ μαζί μου. Λάτρευε όσο και εμείς το νέο μας στέκι και ανυπομονούσαμε να έρθει η Παρασκευή για να ξαναπάμε.

Το μενού του εστιατορίου πριν έρθει ο αγαπημένος μας σεφ ήταν μικρό και περιελάμβανε κυρίως σαλάτες και πίτσες. Ο νέος σεφ έφερε άλλο «αέρα», ιταλικό, προσθέτοντας πιάτα ζυμαρικών με λαχανικά εποχής και διάφορα συστατικά που απογείωναν κυριολεκτικά τα πιάτα του. Γρήγορα και χωρίς να το καταλάβουμε αρχίσαμε μαζί με τα φαγητά να παραγγέλνουμε και κρασί παραβιάζοντας τον ένα και μοναδικό κανόνα που είχα βάλει. Και στους δυο μας άρεσε ένα συγκεκριμένο μπουκάλι κόκκινο κρασί που για καλή μας τύχη ήταν και το πιο φτηνό του καταλόγου. Σιγά σιγά και κάπως έτσι γεμίζαμε ο ένας το ποτήρι του άλλου, ένα ποτήρι για μένα, ένα για εκείνον και άσπρο πάτο. Άντε άλλο ένα για μένα, άλλο ένα για εκείνον, έτσι για την παρέα μέχρι που στο τέλος… άντε και ένα τελευταίο ποτήρι (λίγο είχε μείνει στο μπουκάλι, κρίμα πάει χαμένο!!!). Πρώτο καμπανάκι.

Με το σύντροφό μου γνωριστήκαμε μέσω ενός κοινού μας φίλου. Ερωτευτήκαμε μέσα από τις ατελείωτες συζητήσεις που κάναμε πάνω από ολόκληρα καφάσια άδειων μπουκαλιών μπύρας. Μου μιλούσε για τη ζωή του, για τις περιπέτειές του, για τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του και εγώ μοιράστηκα μαζί του τα δικά μου βάσανα, το διαζύγιό μου και όλα όσα είχαν προηγηθεί ή ακολούθησαν.


ADVERTISEMENT

Με τον καιρό οι σχέσεις μας σε αυτό το σπίτι μεταμορφώθηκαν. Από μαμά και κόρη και σύντροφος με σύντροφο γίναμε μια αχώριστη ομάδα τριών ατόμων. Είχαμε τις συνήθειές μας, τη ρουτίνα μας και το δικό μας πρόγραμμα.

Τον πρώτο χρόνο που ζούσαμε όλοι μαζί, κάθε παρασκευοσαββατοκύριακο ξαπλώναμε με την κόρη μου στο κρεβάτι της και διαβάζαμε παραμύθι, μόνες μας, δίπλα δίπλα, σταυροπόδι μέχρι που μια μέρα ο σύντροφός μου μας ρώτησε αν τον αφήναμε να κάτσει κι εκείνος μαζί μας να ακούσει το παραμύθι. Με τον καιρό το ένα παραμύθι έγιναν δύο με εμένα διαβάζω πάντα το πρώτο και εκείνος το δεύτερο.

Γρήγορα παντρευτήκαμε. Είχαμε ένα πανέμορφο σπιτικό που το είχαμε διακοσμήσει με το δικό μας προσωπικό γούστο: αντί για βάζα το είχαμε γεμίσει με άδεια μπουκάλια κρασιού και μέσα τους είχαμε βάλει λογιών λογιών αληθινά και ψεύτικα λουλούδια. Την πρώτη φορά που η μητέρα μου είδε τα μπουκάλια με ρώτησε έκπληκτη «εσείς τα ήπιατε όλα αυτά;». Της είπα ψέματα, ότι μας τα είχαν δώσει κάποιοι φίλοι. Δεύτερο καμπανάκι.

Εν τω μεταξύ όσο ευτυχισμένη και αν ήμουν στο νέο μου γάμο, δεν μπορούσα να ξεπεράσω το διαζύγιό μου. Ήταν κάτι που με πονούσε και εξακολουθεί και σήμερα να με πονάει και ο λόγος είναι ότι… δεν υπήρχε ουσιαστικός λόγος που είχαμε χωρίσει. Το ποτό με βοηθούσε πολύ να ξεχνάω. Δεν έπινα κάθε βράδυ. Δεν ήμουν αλκοολική, ούτε είχα ανάγκη το ποτό για να βγάλω τη μέρα μου. Αν έφτανα ποτέ σε τέτοιο σημείο, πρώτη θα το καταλάβαινα και θα ζητούσα βοήθεια. Είχα εφησυχάσει γιατί πίστευα ότι από τη στιγμή που έπινα μία στις τόσες, ήμουν καλύτερα απ’ ό,τι νόμιζα. Τρίτο καμπανάκι.

Όλο αυτό το διάστημα το «τελετουργικό» της Παρασκευής συνεχιζόταν κανονικότατα. Όταν γυρνούσαμε σπίτι μετά το φαγητό καθόμασταν οι τρεις μας στο καναπέ και βλέπαμε διάφορες παιδικές-οικογενειακές ταινίες όπως η Λαίδη και ο Αλήτης, η Σταχτοπούτα, η Μαίρη Πόπινς και άλλες. Κατά τη διάρκεια της ταινίας πολλές φορές σηκωνόμουν για να βάλω στο ποτήρι μου δυο δάχτυλα ουίσκι, έτσι για «την παρέα» (τέταρτο καμπανάκι). Πόσο όμορφα περνούσαμε! Στο τέλος της ταινίας χορεύαμε αγκαλιασμένοι (και μεθυσμένοι οι μισοί) γύρω από το σαλόνι και μετά κατευθείαν ύπνο.

Δεν ήμουν αλκοολική, το ξαναλέω, μου άρεσε όμως να πίνω. Έβρισκα παρηγοριά στο ποτό. Τα πρώτα χρόνια μετά το διαζύγιο ένιωθα ότι το είχα πραγματική ανάγκη και ας είχα παντρευτεί κάποιον άλλον. Η κακιά μου συνήθεια είχε ενταθεί σε σημείο που αν κάποιος που με ήξερε πριν, με έβλεπε τώρα, θα τρόμαζε. Ο νέος μου σύζυγος όμως δεν με ήξερε νωρίτερα. Έτσι με γνώρισε, έτσι με έμαθε.

Εκείνες τις Παρασκευές μετά το εστιατόριο δεν θυμάμαι ούτε πώς ανεβαίναμε τα σκαλιά, ούτε πότε βάζαμε τις πυτζάμες μας, πότε πλέναμε τα δόντια μας και διαβάζαμε τα παραμύθια μας… Θυμάμαι μόνο να έχω το παιδί στην αγκαλιά μου και το κεφάλι μου να είναι βαρύ από το ποτό, τόσο βαρύ που πίεζε το στήθος μου. Τα βράδια εκείνα μπέρδευα τα λόγια μου διαβάζοντας το παραμύθι, ξέχναγα ολόκληρες προτάσεις ή προσπερνούσα ολόκληρες σελίδες. Το επόμενο πρωί είχα ξεχάσει ποιο βιβλίο είχαμε διαβάσει ή τι είχαμε συζητήσει το προηγούμενο βράδυ (πέμπτο καμπανάκι).

Ένα βράδυ η κόρη μου με κοίταξε αηδιασμένη την ώρα που της διάβαζα το παραμύθι της και μου είπε «το στόμα σου μυρίζει μπύρα» (έκτο και τελειωτικό καμπανάκι). Κρασί μύριζα, ήθελα να τη διορθώσω, αλλά δεν το έκανα. Δεν με ένοιαζε το δέντρο, αλλά το δάσος. Η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει και το παιδί το έβλεπε.

Εγώ η ίδια είχα αρχίσει να ξεφεύγω. Πίστευα ότι αν παντρευτώ γρήγορα μετά το διαζύγιο θα ξεχνούσα και θα συνέχιζα τη ζωή μου. Δεν ήταν όμως έτσι. Με το νέο μου σύζυγο βάλαμε τα θεμέλια σε κάτι που θα μπορούσε να ήταν το παντοτινό μας στο σπίτι αλλά δεν ήταν. Το γκρεμίσαμε και μάλιστα με τα ίδια μας τα χέρια. Ο γάμος μας άντεξε έξι μήνες παραπάνω από τη συνήθεια να μεθάω κάθε Παρασκευή.

Ένα χρόνο μετά το άλλοτε αγαπημένο μας ιταλικό εστιατόριο έπιασε φωτιά και δεν έμεινε τίποτα. Η ζημιά ήταν τόσο εκτεταμένη που ολόκληρο το κτίριο χρειάστηκε  να γκρεμιστεί. Πλέον στη θέση του ζεστού εκείνου εστιατορίου που περνούσαμε τα βράδια εκείνα της Παρασκευής υπάρχει ένα πάρκο. Είναι λες και εκείνο το μέρος της ζωής μας δεν υπήρξε ποτέ. Και όμως υπήρξε…

Πηγή: motherwellmag.com

Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ