fbpx

Ο μπαμπάς μου σκότωσε τη μητριά μου και τον εραστή της το 1992

| 19 Φεβρουαρίου 2019
ADVERTISEMENT

Το 1992 ήμουν μόλις 15 χρονών όταν ο πατέρας μου σκότωσε τη μητριά μου και τον εραστή της. Την ώρα που γυρνούσα από το σχολείο ένα μεσημέρι με τους φίλους μου, εκείνος επέστρεφε από τη δουλειά και βρήκε τη μητριά μου με τον εραστή της να κάνουν σεξ στο κρεβάτι τους. Θόλωσε, τους πυροβόλησε και τους σκότωσε επί τόπου.

Όταν το επόμενο πρωί η μητέρα μου, μου εξήγησε όσα είχαν συμβεί, ένιωσα να με λούζει κρύος ιδρώτας. Ήθελα να κάνω εμετό και να κλειστώ για πάντα στο δωμάτιό μου. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ κάτι τέτοιο. Δεν μπορούσα να χωνέψω το μέγεθος της πράξης του. Μόνο τώρα που μεγάλωσα μπορώ να καταλάβω το σοκ, τη θλίψη και τη σύγχυση που ένιωσε και τον έφτασαν μέχρι εκείνο το σημείο.

Νόμιζα πως όσα περισσότερα ήξερα, τόσο πιο εύκολα θα συνειδητοποιούσα τι συνέβη. Μάταια όμως. Είχα μουδιάσει και ντρεπόμουν που εμμέσως είχα σχέση με το έγκλημα αυτό.


ADVERTISEMENT

Κουβαλούσα το όνομα του δολοφόνου μου, αλλά ευτυχώς είχα στο πλευρό μου μία μητέρα που έκανε το καλύτερο που μπορούσε και ποτέ κανείς δεν με συνέδεσε με εκείνον. Κυκλοφορούσα και φοβόμουν τι σκέφτονταν οι άλλοι όχι τόσο για τον πατέρα μου, όσο για εμένα την ίδια. Οι φίλοι μου; Οι δάσκαλοί μου; Πώς θα τους κοιτούσα στα μάτια από δω και πέρα;

Οι περισσότεροι φίλοι μου δεν γνώρισαν ποτέ το μπαμπά μου. Δεν ήξεραν ότι περνούσα τα σαββατοκύριακα σπίτι του, αφού οι γονείς μου είχαν χωρίσει από τότε που πήγαινα δημοτικό. Δεν ήξεραν ότι από τότε που παντρεύτηκε τη δεύτερη γυναίκα του περνούσα μαζί με εκείνους και το γιο της μητριάς μου τα σαββατοκύριακα, χρόνος που άρχισε να μειώνεται σταθερά από τότε που ξεκίνησα το λύκειο.

Οι φίλοι μου επίσης δεν γνώριζαν ότι φοβόμουν τον πατέρα μου. Ο θυμός του ώρες-ώρες ήταν ανεξέλεγκτος, αλλά ποτέ δεν πίστεψα ότι ήταν ικανός να σκοτώσει άνθρωπο.


ADVERTISEMENT

Εφόσον δεν γνώριζαν τίποτα απ’ όλα αυτά, ήλπιζα ότι η ζωή μου θα μπορούσε να συνεχιστεί κανονικά μετά το φόνο. Οι μεγαλύτερες αδερφές μου είχαν φύγει από το πατρικό μας μειώνοντας τις πιθανότητες να αναγνωριστούν από τους γύρω ή να ακούσουν κάποιο απρεπές σχόλιο ή κουτσομπολιό στο δρόμο. Έτσι και εγώ ήλπιζα ότι θα συνέχιζα να είμαι η καλή μαθήτρια που ήμουν και άσος στο τένις και το χορό.

Δεν συζήτησα ποτέ ξανά με τη μαμά μου όσα συνέβησαν. Χαιρόμουν που η κολλητή μου προτιμούσε να μου μιλάει για ρούχα, συναυλίες και γυμναστική παρά για το κακό που προκάλεσε ο πατέρας μου. Από τη μεριά μου προσπάθησα να μην έχω καμία επαφή με τον πατέρα μου. Τον επισκεπτόμουν όσο πιο σπάνια μπορούσα, παρακολουθούσα τη ζωή του, αλλά προσπάθησα να κρατήσω τα πράγματα αυτά μακριά από την κανονική μου ζωή.

Η λέξη φρίκη δεν αρκεί για να περιγράψω το πώς αισθανόμουν. Ήθελα να αποδείξω ότι παρά το γεγονός ότι ήμουν παιδί ενός τέτοιου ανθρώπου ήμουν ακόμα άξια. Αριστούχα στο σχολείο, Πρόεδρος της τάξης και αρχηγός της ομάδας τένις. Συμμετείχα σε θεατρικές παραστάσεις και αργότερα ως φοιτήτρια ήμουν αρχηγός της ομάδας αναρριχητών. Ήμουν τόσο δημοφιλής που με γνώριζαν όλοι οι συμφοιτητές μου.

Η επιτυχία μου ωστόσο δεν ήταν αρκετή για να με γλιτώσει απ’ όσα θα ζούσα αργότερα. Ο πατέρας μου ακόμα και από τη φυλακή βρήκε τρόπο να «ανακατέψει» και πάλι την κατά τα άλλα τακτοποιημένη μου ζωή και να καταστρέψει την εικόνα που τόσα χρόνια έχτιζα.

Ήμουν στα μέσα των σπουδών μου, σε σχέση με κάποιον που δεν τα πηγαίναμε και πολύ καλά και με ένα μπαμπά καταδικασμένο δις ισόβια για το φόνο της γυναίκας του και του εραστή της.

Μία μέρα που ετοιμαζόμουν να πάω στη σχολή χορού έλαβα μία κλήση. Ήταν από τις φυλακές. Μόλις άκουσα τη φωνή του ένιωσα τους ώμους μου να λύνονται και το σαγόνι μου να τρέμει.

Σιχαινόμουν όταν ο πατέρας μου με έπαιρνε τηλέφωνο ή μου έστελνε γράμματα. Τα τηλεφωνήματα ήταν οδυνηρά και οι επιστολές του γεμάτες θυμό. Μου έκανε παράπονα ότι το κρεβάτι που κοιμόταν ήταν στενό και ότι στο μπάνιο του επιτίθονταν άλλοι συγκρατούμενοί του για να τον κλέψουν. Μου μιλούσε για τους τσακωμούς στις φυλακές, το άθλιο φαγητό, τις μυρωδιές, τις παρανομίες και άλλα.

Δεν με ενδιέφερε το πώς αισθανόταν. Δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη που οι πράξεις του κατέστρεψαν τη ζωή μου και της οικογένειάς μου. Τον αγαπούσα, αλλά δεν ήθελα καμία σχέση μαζί του. Δεν του είχα καμία εμπιστοσύνη.

Ήθελα να κόψω κάθε επικοινωνία μαζί του, αλλά κάτι μέσα μου με εμπόδιζε. Του έστελνα ό,τι χρειαζόταν και το καλοκαίρι εκείνο τον επισκέφτηκα στις φυλακές για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια.

Και μόνο στη θέα των φυλακών ήθελα να βάλω τα κλάματα και να σηκωθώ να φύγω. Κατηγορούσα τον πατέρα μου που με έβαλε σε αυτή τη διαδικασία και ζητούσα απεγνωσμένα από τους φρουρούς να με αφήσουν να φύγω. Στην πορεία προσπάθησα να περιορίσω οποιαδήποτε αλληλεπίδραση μαζί του. Δούλεψα σκληρά για να αποδείξω την αξία μου στην κοινωνία, αλλά και στον εαυτό μου. Σκεφτόμουν πώς έπρεπε να κάνω τον κόσμο καλύτερο στη μνήμη των δύο αυτών ανθρώπων που δολοφόνησε ο πατέρας μου.

Εκείνος ήταν καταδικασμένος ισοβίτης, ενώ εγώ μία κοπέλα με κορυφαίες διακρίσεις. Κατάφερα να γίνω δασκάλα και να αλλάξω επίθετο στα 23 μου, όταν παντρεύτηκα.

Απέκτησα μία κόρη, μετά άλλη μία και η ζωή μου κυλούσε ήρεμα. Είχα μετακομίσει μακριά, δίδασκα στο πανεπιστήμιο και είχα κόψει σχεδόν κάθε επαφή με το μπαμπά μου. Είχα κλείσει πια τα 30 και τον επισκεπτόμουν με το ζόρι μία φορά το χρόνο και αν.

Τον σκεφτόμουν όμως κάθε μέρα και ας μη μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν για εκείνον. Άρχισα να γράφω την ιστορία του σε ένα τετράδιο παίρνοντας λεπτομέρειες από το ημερολόγιο του και από τα αποκόμματα των εφημερίδων που είχαν βουίξει την την εποχή που είχε κάνει το έγκλημα. Προσπαθούσα να καταλάβω γιατί έκανε ό, τι έκανε, αλλά δεν μπορούσα γι’ αυτό και έκανα εικασίες.

Μετά από δύο κόρες έκανα και ένα αγοράκι. Εξαντλημένη από τις ατελείωτες απαιτήσεις των παιδιών, τις ορμόνες που κυριολεκτικά χόρευαν και την επιλόχειο κατάθλιψη, άρχισα να μη νιώθω καλά.

Χτυπούσα τις πόρτες, ούρλιαζα και ήθελα να δείρω τα παιδιά κάθε φορά που δεν με άκουγαν, αλλά δεν το έκανα ποτέ. Ήμουν σε απόγνωση και ένιωθα τον ίδιο θυμό που είχε τόσα χρόνια ο μπαμπάς μου. Φοβόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό. Υπήρχε περίπτωση να είχα κληρονομήσει το θυμό του και την τάση του για καταστροφή; Υπήρχε περίπτωση να το κληροδοτήσω στα παιδιά μου;

Ήθελα να ξέρω τι ήταν αυτό που έφτασε τον πατέρα μου στο σημείο να σκοτώσει δύο ανθρώπους. Έπρεπε να αποφασίσω τι θα κάνω για να ξέρω τι θα πω στα παιδιά μου όταν άρχιζαν να με ρωτούν για τον παππού και τη γιαγιά. Πώς θα τους έλεγα ότι ο παππούς τους είναι φυλακή για δολοφονία χωρίς να είμαι προετοιμασμένη για τις αμέτρητες ερωτήσεις που θα ακολουθήσουν;

Χρειάστηκε να απευθυνθώ σε ψυχολόγο για να με βοηθήσει να αντιμετωπίσω όλα αυτά τα καταπιεσμένα συναισθήματα και τους φόβους μου. Ο ψυχολόγος μου είπε ότι τα άτομα που παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά επιθετικότητας, είναι τα πιο ευαίσθητα και καλόψυχα άτομα. Τόνισε ότι η κοινωνία και η ανατροφή που παίρνουμε από το σπίτι μας παίζουν σημαντικό ρόλο και μπορούν να διαμορφώσουν το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας.

Η προσέγγιση αυτή μαλάκωσε κάπως την άποψη που είχα για το μπαμπά μου ωστόσο δεν μειώθηκε σε καμία περίπτωση η ντροπή που ένιωθα για εκείνον. Πάλευα μέσα μου, ενώ εκείνος μεγάλωνε, χειροτέρευε η υγειά του και γινόταν πιο αδύναμος. Στα γράμματά του είχε πάψει να ασχολείται με τους συγκρατούμενούς του και με το όσα ζούσε στις φυλακές. Πλέον μιλούσε για θάνατο. Μου ζήτησε να κοιτάξω πόσο κοστίζει μία κηδεία και τι εναλλακτικές υπάρχουν.

Κάτι έσπασε μέσα μου. Για πρώτη φορά ήταν ευάλωτος. Συνειδητοποίησα ότι τα χρονικά περιθώρια στένευαν και έπρεπε να φτιάξω τη σχέση μου μαζί του όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

Λίγο καιρό αργότερα ο μπαμπάς μου υπέστη καρδιακή προσβολή στις φυλακές. Η αδερφή μου και εγώ πήγαμε αμέσως εκεί και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι οι φύλακες μας μίλησαν για εκείνον περισσότερο σαν να ήταν ένας ενοχλητικός κρατούμενος παρά σαν ένα μέλος της οικογένειάς μας που πέθαινε.

Ήταν τα μηχανήματα που τον κρατούσαν στη ζωή και από τη στιγμή που ήμουν κόρη του ήμουν εγώ εκείνη που μπορούσα να αποφασίσω αν θα του τα αφαιρούσαν ή όχι. Ο καρδιολόγος του αφού μου εξήγησε πως είχαν τα πράγματα, μου είπε ότι είχε πιθανότητες να ζήσει και πώς θα το πάλευε. Ήθελε να ζήσει και θα τον βοηθούσε όσο μπορούσε να ανακάμψει. Ο ζήλος του να τον βοηθήσει παρά το γεγονός ότι είχε αφαιρέσει δύο ζωές με εντυπωσίασε. Τον αντιμετώπισε σαν άνθρωπο ισάξιο με όλους τους άλλους. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που κάποιος είχε δείξει συμπόνια για τον μπαμπά μου. Πραγματικά ένιωσα ευγνωμοσύνη γι’ αυτόν τον άνθρωπο.

Η κηδεία του πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Ένας συγκρατούμενός του μόνο έγραψε ένα γράμμα που αποκάλυψε μία άλλη πτυχή του πατέρα μου, εκείνη που θαύμαζα, εκείνη που είχα ξεχάσει από το 1992. Είπε πως ο μπαμπάς μου ήταν ένας ποιητής, προστάτης των αδύναμων, μαχητής της αδικίας. Έκλαψα για εκείνον όσο δεν είχα κλάψει ούτε όταν έμαθα για το έγκλημα του ούτε όταν καταδικάστηκε ούτε όταν περπατούσα στα βρώμικα πατώματα των φυλακών.

Προσπάθησα να διαχωρίσω τον εαυτό μου από τις πράξεις του φοβούμενη την κοινωνική απόρριψη και την καταδίκη. Τελικά η σιωπή το μόνο που έκανε ήταν να επιδεινώσει τον πόνο μου.

Δεν υπήρχε λόγος που τελικά απομακρύνθηκα από εκείνον ούτε έπρεπε να με νοιάζει τόσο μην αποκαλυφθεί η σχέση μου μαζί του. Πλέον θέλω να μάθουν όλοι ποια είμαι και να τον διεκδικήσω και πάλι ως πατέρα μου. Πρέπει γιατί πάνω στον αγώνα μου να αποσυνδεθώ από εκείνον, αποκήρυξα τον εαυτό μου.

Πάντα πίστευα πως όσοι διαπράττουν εγκλήματα ειδικά δολοφονία,  η κοινωνία πρέπει να τους διαγραφεί μία για πάντα. Η άποψή μου αυτή είναι λανθασμένη και κοντόφθαλμη για πολλούς λόγους, καθώς αφαιρεί από εμάς τους συγγενείς το δικαίωμα να τους στηρίξουμε και να τους συμπαρασταθούμε.

Οι πράξεις του γιατρού και το γράμμα του συγκρατούμενού του μου επέτρεψαν να δω την ανθρωπιά που υπήρχε στον πατέρα μου και τελικά μου έδωσαν το θάρρος να βρω τη δική μου.

Πηγή: yourtango.com

Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ