fbpx

Βοήθεια

| 21 Ιανουαρίου 2018
ADVERTISEMENT

Το ξυπνητήρι του τηλεφώνου χτυπά δυνατά δίπλα της. Τον μισεί αυτόν τον ήχο! Βασικά ότι ήχο και να βάλει στο κινητό της τον μισεί. Σιχαίνεται το ξυπνητήρι που την ξυπνά κάθε πρωί και δεν σέβεται τον αγώνα που κάνει κάθε βράδυ για να κοιμηθεί. Γυρίζει με δυσκολία και το κλείνει με νεύρα. Ξαπλωμένη ανάσκελα κοιτάζει το ταβάνι στο σκοτάδι. Άλλη μια ηλίθια μέρα ξεκινά. Δεν θέλω να σηκωθώ, δεν θέλω. Αναστενάζει βαθιά και σηκώνεται απότομα. Το κρύο και η υγρασία του δωματίου τρυπά τα κοκάλα της. Έλεος με την θέρμανση γαμώτο. Βάζει την ζακέτα του Δημήτρη, την άφησε δίπλα της πριν φύγει για την δουλειά του. Με βαριά βήματα πάει στο δωμάτιο της μικρής.

– Μαράκι μου; Ξύπνα μωρό μου. Πρέπει να ετοιμαστείς.


ADVERTISEMENT

Η Μαρία κοιμάται βαθειά και δεν την ακούει. Ανοίγει το φως στο δωμάτιου και φωνάζει αυστηρά. Ξύπνα είπα, έχεις σχολείο! Το παιδί τρομαγμένο πετάγεται πάνω. Ίσα που φαίνεται μέσα από τα βαριά σκεπάσματα. Με το ζόρι βγαίνει από εκεί μέσα και ντύνεται γρήγορα για να μην κρυώσει και για να μην την μαλώσει η μάνα της.

– Θα σου φτιάξω τοστ εντάξει; Φωνάζει δυνατά από την κουζίνα της.
 Μαμά θέλω να πάρω κάτι από το κυλικείο, όλα τα παιδιά παίρνουν κάτι από εκεί, έστω μια φορά. Ένα κουλούρι, είναι φτηνό το κουλούρι.
– Μαρία δεν έχω λεφτά για κουλούρια, φάε αυτό που έχουμε, της λέει έντονα. Την όρεξη σου είχα πρωί πρωί, ψιθυρίζει. Με το ζόρι σου το φτιάχνω κι αυτό! Και πολύ σου είναι. Να πλύνεις τα δόντια σου και τα μούτρα σου! , φωνάζει στο παιδί.

Εκείνο υπακούει χωρίς να μιλήσει. Έχει συνηθίσει η μαμά να μεταμορφώνεται από μία γλυκιά γυναίκα γεμάτη αγάπη, ξαφνικά σε έναν αυστηρό δικαστή χωρίς αισθήματα. Την αγαπάει την μαμά της η Μαρία και ταυτόχρονα την φοβάται, γι’ αυτό δεν μιλάει αυτές τις στιγμές.
– Βάλτο στην τσάντα σου! Της δίνει το τοστ τυλιγμένο σε χαρτί και σε σακουλάκι. Η μικρή Το βάζει προσεκτικά στην τσάντα της. Είσαι έτοιμη;
– Ναι μαμά, απαντά το παιδί και περιμένει δίπλα στην πόρτα με την τσάντα στο χέρι.

Η Κατερίνα βάζει βιαστικά μια φόρμα και το μπουφάν της πάνω από την μπλούζα της πιτζάμας της. Σιγά μην ντυθώ κιόλας για να την πάω ως το σχολείο. Και που την πάω… Άι στο διάολο για σχολείο εκεί που βρέθηκες, κάθε πρωί τυραννιέμαι, μουρμουράει μόνη της.
– Άντε να μεγαλώσεις να πηγαίνεις μόνη σου, βαρέθηκα! Λέει στο παιδί καθώς παίρνει τα κλειδιά της. Το παιδί αμίλητο την ακολουθεί.


ADVERTISEMENT

Βγαίνουν μαζί στον δρόμο. Το παγωμένο αεράκι παγώνει ακόμα πιο πολύ το παγωμένο πρόσωπο της Κατερίνας. Σε όλη την διαδρομή δεν ανταλλάσσει καμία κουβέντα με το παιδί. Όσες φορές προσπάθησε η μικρή να της ανοίξει συζήτηση για το σκυλάκι που είχε στην αυλή εκείνο το παλιό σπίτι στην γειτονιά ή για τα λουλούδια στον κήπο δίπλα στο σχολείο που της άρεσαν πολύ, πήρε σαν απάντηση ένα μούγκρισμα μόνο και αδιαφορία.

Φτάνοντας στο σχολείο μανάδες περιμένουν να μπουν τα παιδιά τους στο σχολείο και τα αποχαιρετούν γλυκά. Η Κατερίνα ξαφνικά αλλάζει στάση. Σκύβει και αγκαλιάζει την κόρη της. “Καλό μάθημα ψυχούλα μου. Σ΄ αγαπώ πολύ” 
“Κι εγώ μαμά” λέει η Μαρία και φεύγει για την τάξη της. Πριν μπει μέσα στο σχολείο γυρίζει να δει την μαμά της που μιλάει με τις άλλες γυναίκες και χαμογελάει. Φαίνεται σαν να είναι άλλος άνθρωπος, μακάρι να ήταν πάντα έτσι η μαμά μου.

Η Κατερίνα με τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν γυρίζει σπίτι με γοργά βήματα. Με το που κλείνει η πόρτα πίσω της νιώθει ανακούφιση. Δεν θέλω να βγαίνω από το σπίτι ξανάλέει μέσα της. Κοιτάζει γύρω της το δωμάτιο. Ρούχα πάνω στον καναπέ που άφησε ο άντρας της φεύγοντας για την δουλειά. Παιχνίδια και βιβλία της Μαρίας σκόρπια παντού. Τα πιάτα άπλυτα 2 μέρες τώρα. Τι μαλάκας κι αυτός ο Δημήτρης ρε πούστη μου, σκέφτεται η Κατερίνα. Τίποτα δεν πιάνει εδώ μέσα!Μαζεύει τα πράγματα του παιδιού σε σωρό και τα πετάει πάνω στο κρεβάτι της μικρής. Το ίδιο κάνει και με τα ρούχα του άντρα της. Συμμαζεύει με το ζόρι τα πάνω πάνω και κάθεται βαριά στον καναπέ.

Το τηλέφωνο της χτυπάει. Ποιος βλάκας είναι τώρα, δεν θέλω να μιλήσω σε κανένα! Το σηκώνει βαριεστημένα. Είναι η φίλη της, η Ελένη. Της προτείνει να πιουν καφέ σήμερα, αλλά η Κατερίνα δεν θέλει να βγει έξω από το σπίτι. Βρίσκει μια δικαιολογία στα γρήγορα. Έχω πολλές δουλείες σήμερα, δεν προλαβαίνω. Κλείνει το τηλέφωνο και ξαπλώνει στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση. Σαν να πέφτει σε λήθαργο, δεν κουνιέται πάρα μόνο μετά από 5 ώρες που πρέπει να πάρει το παιδί από το σχολείο. “Γαμώτο” σκέφτεται, “δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα και σήμερα”.
Βάζει το μπουφάν της, πιάνει τα μαλλιά της ψηλά και φεύγει με μια απογοήτευση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της.

Η καταθλιπτική της φιγούρα στο δρόμο περπατά αργά χωρίς να παρατηρεί γύρω της καθόλου. Φτάνει στο σημείο που περιμένει την κόρη της κάθε μεσημέρι και ακουμπά στον παγωμένο τοίχο την πλάτη της. Νιώθει λύπη και πόνο στην καρδιά της ξαφνικά. Σκέφτεται όλες τις δυσκολίες που πέρασαν αλλά άφησαν σημάδια. Το πρόσωπο της σφίγγεται. Δάκρυα είναι έτοιμα να τρέξουν στα μάτια της. Νιώθει τύψεις για την μέρα που έχασε από την μια και από την άλλη ανήμπορη να αλλάξει κάτι.

Θυμάται τη μάνα της, που πάντα έλεγε πως δεν θα θέλει να της μοιάσει και να φέρεται έτσι η ίδια στο παιδί της και να που έχει γίνει ίδια, φωνάζει το μυαλό της βοήθεια αλλά κανείς δεν το ακούει, ούτε η ίδια. Μέσα στην θολούρα αυτή βλέπει το παιδί της να έρχεται με τους συμμαθητές της. Χαμογελάει, το παιδί μου είναι χαρούμενο σκέφτεται. Γιατί δεν μπορώ να το κάνω εγώ χαρούμενο. Ένας λυγμός πνίγεται μέσα της καθώς πλησιάζει το παιδί.

– Καλώς το Μαράκι μου, πως πήγε αγάπη μου το σχολείο;
– Καλά μαμά,
 απαντάει το παιδί σφιγμένο.

Πόσο το αγαπάει το παιδάκι της, Χριστέ μου… Πόσο το αγαπάει!

Κατευθύνονται προς το σπίτι. Με το που φτάνουν η Κατερίνα ξαπλώνει στον καναπέ.

– Νιώθω τόσο κουρασμένη, μην με ενοχλήσεις Μαρία. Σήμερα θα φάμε τηγανητά αυγά, δεν έχω κουράγιο για κάτι άλλο.
– Μαμά όλο αυγά τρώμε, πότε θα κάνεις κάτι άλλο;
– Μαρία τελείωνε και πήγαινε να μαζέψεις το δωμάτιο σου που είναι σαν μπουρδέλο εκεί μέσα, θα τα πάρω όλα και θα τα πετάξω στο λέω! Άντε, που έχεις και άποψη.

Η μικρή μπήκε στο δωμάτιο της αμίλητη και άρχισε να μαζεύει τα πράγματα της.
Λίγο πριν έρθει ο Δημήτρης από την δουλειά του, σηκώθηκε με το ζόρι και ετοίμασε το πρόχειρο φαγητό. Πόσο σπαστικό το μαγείρεμα, σκέφτεται. Κάθε μέρα τα ίδια.

Ο Δημήτρης μπήκε μέσα εμφανώς κουρασμένος. Καλώς τον, λέει η Κατερίνα. Πως ήταν η μέρα σου;
“Σκατά” απάντα εκείνος απότομα. Χαμογελά ψεύτικα η Κατερίνα και τον αγκαλιάζει τρυφερά. “Η μικρή τι κάνει;” Ρωτάει ο πατέρας της. Το παιδί έρχεται τρέχοντας. “Μπαμπά μου!” του λέει και αγκαλιάζονται.

– Τι θα φάμε; Ρωτάει ο Δημήτρης.
– Αυγά του απαντά απότομα η Κατερίνα. Εκείνος δεν μίλησε και πήγε να πλυθεί. Έχει βαρεθεί την κατάσταση αυτή αλλά δεν έχει το κουράγιο να τσακώνεται μαζί της πλέον.
Αφού τελειώσουν το φαγητό, ο Δημήτρης θα ξαπλώσει να ξεκουραστεί και η Κατερίνα θα βοηθήσει την Μαρία στο διάβασμα. Προσβολές, φωνές και απογοήτευση είναι το πρόγραμμα που ακολουθεί. Και στο τέλος, μετά από 4 ώρες βασανιστηρίων, ένα ξερό μπράβο που τέλειωσες επιτέλους , κλείνει το κεφάλαιο διάβασμα.

Το απόγευμα η Κατερίνα κάθεται αμίλητη και βλέπει τηλεόραση. Ο Δημήτρης παίζει παιχνίδια στον υπολογιστή και η Μαρία είναι μόνη στο δωμάτιο της, ζωγραφίζει μία οικογένεια. Της δική της οικογένεια. Δυο γονείς με γυρισμένη την πλάτη και εκείνη μόνη της σε ένα δωμάτιο να κλαίει.

Παίρνει την ζωγραφιά της και την δείχνει στην μαμά της.
– Μαμά κοίτα τι έφτιαξα.
– Ναι, λέει εκείνη χωρίς να κοιτάξει καν το χαρτί που κρατούσε η μικρή.
Πήγε να φύγει θλιμμένο το παιδί, την φωνάζει ο πατέρας της. “Για να δω Μαρία”. Με απογοήτευση στα μάτια το παιδί έδωσε την ζωγραφιά στον πατέρα του. Εκείνος την πήρε στα χέρια του και την κοίταξε προσεκτικά.
– Πήγαινε στο δωμάτιο σου σε παρακαλώ, είπε στο παιδί.

Η Μαρία μπήκε στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα. Άκουσε τους γονείς της να μαλώνουν έντονα και την μάνα της να κλαίει με λυγμούς. “Χρειάζεσαι βοήθεια” της φωνάζει ο Δημήτρης. “ΚΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΜΕΣΑ!”

Πράγματι. Κάτι πρέπει να γίνει άμεσα. Η Κατερίνα έχει κατάθλιψη. Βουλιάζει στην κατάθλιψη και συμπαρασύρει την οικογένεια της που ΛΑΤΡΕΥΕΙ. Η Κατερίνα χρειάζεται επαγγελματική βοήθεια.  Άμεσα.

———–

Ένα χρόνο μετά η Κατερίνα είναι άλλος άνθρωπος. Ξυπνά το πρωί με ενέργεια. Κάνει όνειρα και σχέδια. Της αρέσει να δημιουργεί και να μαθαίνει καινούργια πράγματα. Ξεκίνησε να δουλεύει και δεν αφήνει στιγμή στον εαυτό της να νιώσει το βάρος που ένιωθε ένα χρόνο πριν. Έμαθε να το διαχειρίζεται σωστά με την βοήθεια ειδικού.

Ο Δημήτρης την έχει ξανά ερωτευτεί σαν να την γνώρισε μόλις τώρα. Του λείπει βέβαια γατί δεν κάθεται λεπτό και ασχολείται συνεχεία με κάτι. Αλλά το πιο σημαντικό είναι που βλέπει την γυναίκα του πάλι χαρούμενη και γεμάτη αυτοπεποίθηση.

Η Μαρία είναι ένα άλλο παιδί, χαρούμενο, τρυφερό και με πολύ χιούμορ. Κάθε μέρα, ένα χρόνο τώρα, ανακάλυπτε λίγο λίγο πως και η μαμά της έχει χιούμορ και αγάπη μέσα της. Τώρα μιλάνε ασταμάτητα οι δύο τους στις βόλτες τους. Πειράζουν τον μπαμπά και παίζουν ώρες μαζί. Αγκαλιάζονται σφιχτά και η μαμά της, την φιλά συνέχεια, της λέει ότι την αγαπά όσο τίποτα άλλο στον κόσμο και το εννοεί, αλήθεια.

– Πόσο χρόνο θεέ μου έχασα, αναρωτιέται κάθε πρωί η Κατερίνα και κάθε πρωί ξυπνά την κόρη της με φιλιά και αγκαλιές.

Πηγή: http://thebluez.gr

Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ