fbpx

Το διαζύγιο, το Ισλάμ και εγώ: Στη χώρα μου θα είμαι πάντα η πόρνη που χώρισε δύο συζύγους

| 18 Μαρτίου 2019
ADVERTISEMENT

Ήμουν 19 χρονών όταν στο σπίτι μου αναφέρθηκε για πρώτη φορά η λέξη «γάμος». Η μητέρα μου, μου μίλησε για έναν άντρα, του οποίου η οικογένεια είχε εκφράσει το ενδιαφέρον της για μένα και αφού μου είπε όσα είχε να μου πει, σηκώθηκε και έφυγε από το σπίτι. Η συνειδητοποίηση ότι είχα φτάσει πια σε ηλικία γάμου ήταν εξίσου δύσκολη για τη μητέρα μου, όσο δύσκολη ήταν και για μένα. Ήμουν ένα ντροπαλό κορίτσι που δεν είχε ανταλλάξει ποτέ της χειραψία με άντρα πόσο μάλλον να έχει φίλο. Πήγαινα σε καθολικό σχολείο θηλέων πριν αποφασίσω να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο. Περνούσα τα καλοκαίρια στο σπίτι της γιαγιάς μου στο Karachi και τους χειμώνες βυθισμένη στο χιόνι του Yorkshire. Όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας μου, έτσι και εγώ ήμουν αρκετά αφελής και πίστευα ότι τα καλά συμβαίνουν στους καλούς και τα κακά στους κακούς, άρα δεν είχα να φοβάμαι τίποτα.

Ο πρώτος μου σύζυγος ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερός μου. Για 12 ολόκληρους μήνες πριν παντρευτούμε μιλούσαμε στο τηλέφωνο κανονίζοντας το γάμο μας. Επίσης, πριν παντρευτούμε τον είδα από κοντά μόνο μία φορά.


ADVERTISEMENT

Όταν παντρεύτηκα ήμουν στο τελευταίο έτος του πανεπιστημίου. Εκείνος ήταν γιατρός – το ιδανικό επάγγελμα για έναν γαμπρό. Μαζί με το μικρότερο αδερφό του που ήταν επίσης γιατρός έφυγαν από το Πακιστάν για να πάνε στην Αμερική αμέσως μόλις τελείωσαν το πανεπιστήμιο. Παντρευτήκαμε στις 6 Σεπτεμβρίου του 1996 και αμέσως έφυγα για το Μισισιπή της Αμερικής όπου ζήσαμε σε ένα πανέμορφο σπίτι στην Αμερικανική ύπαιθρο.

Το καθιστικό είχε έναν τεράστιο καφέ δερμάτινο καναπέ και μεγάλη τηλεόραση με home cinema. Αυτό ήταν και το μεγάλο πάθος του πρώην συζύγου μου. Άλλη δουλειά δεν έκανε από το να κυκλοφορεί όλη μέρα στο σαλόνι με μία μεζούρα στο χέρι να μετράει την απόσταση ανάμεσα στα ηχεία, την τηλεόραση και τον καναπέ. Κατά τα άλλα ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος σε αντίθεση με τη μητέρα του, η οποία έμενε μαζί μας. Πολλά απ’ όσα συνέβησαν εκείνη την εποχή έχουν ξεθωριάσει από τη μνήμη μου, αλλά τα περισσότερα εξακολουθώ να τα θυμάμαι.

Τον έπαιρνε αγκαλιά σε κάθε ευκαιρία, τον έβαζε να κάτσει στα γόνατά της και κάθε φορά που τον φιλούσε έβλεπες την αμηχανία στο βλέμμα του. Τον ντάντευε λες και ήταν ακόμα πεντάχρονο. Είχε τη μανία να μπαίνει στο υπνοδωμάτιο μας ενώ κοιμόμασταν και να μου κάνει περίεργες και αδιάκριτες ερωτήσεις. Δεν εργαζόμουν, γι’ αυτό και ήμουν αναγκασμένη να περνάω όλη τη μέρα στο σπίτι μαζί της. Δεν είχα δικά μου χρήματα. Δεν μπορούσα να πάω πουθενά. Όταν ο άντρας μου γυρνούσε στο σπίτι από τη δουλειά καθόμασταν οι τρεις μας στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση. Όταν η ώρα περνούσε η μητέρα του συνήθιζε να μας λέει: «Πέρασε η ώρα. Γρήγορα στα κρεβάτια σας και μην ακούσω κιχ».

Έβαζε χρωματιστά ρούχα μέσα στα λευκά, όταν έβαζε πλυντήριο και μετά κατηγορούσε εμένα ότι κατέστρεψα τα ρούχα της και του γιου της. Έριχνε τρίχες στα φαγητά που μαγείρευα για να με κατηγορήσει για την απροσεξία μου και την άθλια μαγειρική μου. Προσπαθούσε να με τρελάνει μετακινώντας πράγματα για να μη τα βρίσκω στη θέση τους, ενώ ήξερα που τα είχα αφήσει. Με τον καιρό με έπιασαν κάτι περίεργες φοβίες και από το άγχος και τον πανικό που ένιωθα άρχισα να χάνω βάρος. Ήταν φανερό ότι είχα παντρευτεί τον άντρα μου μαζί με τη μαμά του.


ADVERTISEMENT

Στον Μισισιπή ήμουν με τρίμηνη βίζα. Σύμφωνα με τους νόμους για να μου χορηγηθεί μόνιμη βίζα, έπρεπε να μείνω στην Αμερική για τουλάχιστον δύο χρόνια. Δεν υπήρχε περίπτωση. Ακόμα και η ίδια μου η μητέρα μου είπε να γυρίσω πίσω. Πήρα το αεροπλάνο και έφυγα. Δεν γύρισε ποτέ ξανά στην Αμερική. Ο πρώτος μου γάμος κράτησε μόλις τρεις μήνες.

Την εποχή εκείνη το διαζύγιο ήταν ασυνήθιστο στα μέρη μου, ήμουν όμως τυχερή γιατί είχα γονείς που εμπιστεύονταν την κρίση μου και δεν τους ένοιαζε τι έλεγαν οι γύρω μας, οι οποίοι είχαν πολλά να πουν και ας ήταν το διαζύγιο απολύτως επιτρεπτό στο Ισλάμ (η πρώτη γυναίκα του Προφήτη ήταν διαζευγμένη). Αυτό ωστόσο δεν σταμάτησε το κουτσομπολιό. Σε μία κοινωνία που θεωρεί την παρθενία προσόν, χάρισμα και βραβείο η «αξία» μου είχε πέσει.

Ο πιο εύκολος τρόπος για μία γυναίκα να αποκτήσει και πάλι καλή φήμη στην κοινωνία που ζει, μετά από ένα διαζύγιο είναι να πει ότι ο σύζυγός της ήταν ανίκανος. Το πιο εύκολο για μένα θα ήταν να πω ότι εξακολουθούσα να είμαι παρθένα, αλλά δεν είχα σκοπό να πω ένα τέτοιο ψέμα. Η αλήθεια ήταν απλή. Παντρεύτηκα και χώρισα. Παρόλο που ήξερα ότι ήταν η πιο σωστή απόφαση που μπορούσα να πάρω, τα «συλλυπητήριά» που μου έλεγαν οι συγγενείς μου με έκαναν να νιώθω σαν να πέθανε κάποιος, σαν να ήμουν θύμα σεξουαλικής κακοποίησης. Θυμάμαι να μπαίνω στο μπάνιο και να τρίβομαι με όλη μου τη δύναμη μέχρι που στο τέλος έκανα πληγές σε όλο μου το σώμα και όλα αυτά για να καθαρίσω μία ντροπή, που μου είχαν φορτώσει οι άλλοι.

Η οικογένειά μου θεώρησε ότι ο καλύτερος τρόπος για να διορθώσω την κατάσταση ήταν να ξαναπαντρευτώ το συντομότερο δυνατόν. Πάνω που είχα αρχίσει να επανέρχομαι και να νιώθω και πάλι ευτυχισμένη με έκαναν να αναβιώσω το παρελθόν μου.

Ήμουν 23 ετών τη δεύτερη φορά που παντρεύτηκα. Ο δεύτερος σύζυγός μου ήταν λίγο μεγαλύτερος από μένα, αλλά γεμάτος ζωντάνια και ενθουσιασμό. Ήταν σαν ένας έφηβος γεμάτος ναρκισσισμό και αλαζονεία. Ακόμα και τα παπούτσια του μαρτυρούσαν ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο που δεν είχε σκοπό να μεγαλώσει. Φορούσε εκείνα τα αθλητικά με τα ροδάκια από κάτω που μετατρέπονται σε πατίνια.

«Τι σε εμποδίζει και δεν δέχεσαι», μου είπε τη δεύτερη φορά που βρεθήκαμε.

Μου υποσχέθηκε ότι αν η οικογένεια του παρενέβαινε με οποιοδήποτε τρόπο, θα έμπαινε στη μέση για να με υπερασπιστεί. Μου υποσχέθηκε ότι η ζωή μου μαζί του θα ήταν διαφορετική. Έτσι δέχτηκα. Όσο πιο πολύ το σκέφτομαι πλέον, τόσο πιο πολύ απορώ γιατί δεν αρνήθηκα. Μάλλον πίστεψα ότι οι γονείς μου ήξεραν καλύτερα από μένα. Με είχαν μεγαλώσει να πιστεύω πως πρέπει να ευχαριστώ πάντα τους άλλους. Έμαθα να βλέπω το καλό στις ψυχές των ανθρώπων ακόμα και αν έπρεπε να αγνοήσω το ένστικτό μου.

Όπως και στον πρώτο μου γάμο, έτσι και τώρα βρέθηκα σε ένα σπίτι μαζί με τον άντρα μου και όλη του την οικογένεια. Δεν φτάνει που είχαμε τη μαμά του, είχαμε και το μπαμπά του, τη μικρή του αδελφή και συχνές επισκέψεις από τη δεύτερη αδερφή του, το σύζυγό της και τα δύο μικρά τους παιδιά. Υπήρχε επίσης και μία τρίτη αδερφή που ζούσε μαζί με το σόι του άντρα της, άρα μάλλον τραβούσε τα ίδια με μένα.

Την πρώτη μέρα μετά το γάμο συναντηθήκαμε με τους γονείς του προτού φύγουμε για το ταξίδι του μέλιτος. Από την πρώτη στιγμή που μπήκα σπίτι, κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μόλις με είδε ο πεθερός μου σήκωσε το φρύδι και με ρώτησε τι φορούσα. Φορούσα ένα ghagara, μια πολύχρωμη, φαρδιά, μακριά φούστα, που ακουμπούσε το έδαφος. «Φούστα», του είπα. Οι γκριμάτσες του έδειχναν την έντονη δυσαρέσκειά του. Απ’ ότι έμαθα μετά από τον άντρα μου, ο πατέρας του δεν συμπαθούσε καθόλου αυτό το ένδυμα και θεώρησε την εμφάνισή μου,  προσβολή για την οικογένειά του.

Μετά το γάμο είχα αποφασίσει να κρατήσω το επίθετό μου, αλλά να πάρω και αυτό του συζύγου μου. Όταν το έμαθε ο πεθερός μου δεν μπορούσε να κρύψει την οργή του. Ακολούθησε κανονική μάχη στο σπίτι σε σημείο μία από τις αδερφές του να με πάρει τηλέφωνο για να «συζητήσουμε». Μου είπε ότι μόνο οι ηθοποιοί έχουν δύο επίθετα. Τί να κάνω; Ενέδωσα.

Άργησα να καταλάβω τον ψυχολογικό πόλεμο που μου έκαναν. Η συμπεριφορά τους ήταν άκρως χειριστική σε σημείο να μην έχω πια αυτοπεποίθηση και αγάπη για τον εαυτό του. Μέσα σε λίγους μήνες βρέθηκα να κάνω εγώ όλες τις δουλειές του σπιτιού, εντελώς μόνη μου. Εγώ μαγείρευα, εγώ έπλενα, εγώ καθάριζα. Είναι δύσκολο να εξηγήσεις σε κάποιον που δεν έχει υποστεί ποτέ του συναισθηματική κακοποίηση πόσο εύκολα μπορούν οι λέξεις να καταστρέψουν κάποιον. Λίγους μήνες μετά η μεγάλη αδερφή του άντρα μου με έπιασε και μου είπε ότι παραμελώ τα καθήκοντά μου και ότι από δω και πέρα έπρεπε να πλένω και να σιδερώνω τα ρούχα και των γονιών της. Δεν ήξερα τι να πω. Η κατάσταση είχε ξεφύγει εντελώς.

Η στάση που κρατούσε ο άντρας μου τόσο καιρό ήταν περίεργη. Δεν είχα αμφιβολία ότι με αγαπούσε και ότι ήθελε να περνάμε χρόνο μαζί. Παρακολουθούσαμε μαζί την αγαπημένη μας σειρά κάθε Πέμπτη βράδυ στο δωμάτιό μας – η μοναδική φορά μέσα στην εβδομάδα που μπορούσαμε να μείνουμε μόνοι μας στο δωμάτιό μας πριν τις 9 το βράδυ (όλα τα υπόλοιπα βραδιά τα περνούσαμε μαζί με τους γονείς του). Τα σαββατοκύριακα πηγαίναμε συνήθως καμιά βόλτα ή περπατούσαμε άσκοπα στους δρόμους του Λονδίνου τρώγοντας πίτσα. Μία φορά πήγαμε μαζί διακοπές και μου πήρε δώρα. Ξέρω ότι με αγαπούσε, αλλά υπήρχε και μία άλλη πλευρά, εκείνη των γονιών του που τον έκαναν ό, τι ήθελαν και πολλές φορές τον έκαναν να πιστεύει ότι ήμουν ένα βάρος που έπρεπε να ξεφορτωθεί.

Μία φορά τσακωθήκαμε άσχημα και με έκανε να νιώσω σκουπίδι και όλα αυτά γιατί δεν φόρεσα σε ένα γάμο που είχαμε να πάμε, τα ρούχα που είχε διαλέξει η μητέρα του. Ήθελα να φορέσω ένα πανέμορφο, μπλε, μεταξωτό φόρεμα και ένα μενταγιόν με πέρλες για το λαιμό, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στη μητέρα του. Πριν φύγουμε για το γάμο δεν ξέρω τι λόγια του έβαλαν και ρίξαμε καυγά τρικούβερτο. Με θυμάμαι να είμαι ξαπλωμένη στο μπάνιο, να μη μπορώ να αναπνεύσω, να κλαίω και η μάσκαρα να τρέχει στα μάγουλά μου και να με έχει καταλερώσει. Ήρθε η αδερφή του, με σήκωσε, καθάρισε το πρόσωπό μου και τελικά πήγαμε στο γάμο όπου ξαφνικά ξέχασε τα νεύρα του και τα λόγια που του είχαν βάλει οι γονείς του και ξαναέγινε γλυκός και στοργικός απέναντί μου. Είχα αδειάσει μέσα μου. Δεν άντεχα άλλο. Δέχτηκα τη συγγνώμη του και προς στιγμήν ξέχασα το περιστατικό.

Πιο χειριστικούς ανθρώπους από τους γονείς του δεν είχα γνωρίσει. Ήξεραν και τον έκαναν ό, τι ήθελαν. Κάθε φορά που τους λέγαμε ότι είχαμε κανονίσει να πάμε μία εκδρομή ή ένα μακρινό ταξίδι του έβαζαν λόγια και μας έβγαζαν όλο το ταξίδι ξινό. Σε ένα ταξίδι που είχαμε πάει στο Μαρόκο θυμάμαι να είμαι ξαπλωμένη σε μία ξαπλώστρα δίπλα από την πισίνα και εκείνος να κολυμπάει. Σε κάποια στιγμή με πλησίασε και μου είπε «Οι γονείς μου πιστεύουν ότι με κάνεις ό, τι θέλεις. Ίσως πάλι και να μου αρέσει γι’ αυτό και σε αφήνω». Πραγματικά ζούσαμε το θέατρο του παραλόγου.

Κάθε μέρα είχαν και μία νέα κατηγορία να μου προσάψουν. Ότι δεν με είχαν μεγαλώσει καλά, ότι είμαι ανοικοκύρευτη, ότι είμαι τεμπέλα, ότι πήγα και κουρεύτηκα χωρίς να ζητήσω την άδειά τους, ότι είπα καλημέρα στο γείτονα.

Το χειμώνα του 2006 πήγα να επισκεφτώ τους γονείς μου που είχα καιρό να τους δω. Μόλις έφτασα και πήρα τηλέφωνο τον άντρα μου, κάτι στον τόνο της φωνής του δεν μου άρεσε. Εν ολίγοις μου είπε ότι έπρεπε να ζητήσω συγγνώμη από τη μικρή του αδελφή, επειδή δεν της άρεσε ο τρόπος που της μίλησα μπροστά στον ξάδερφό μου. Δεν θυμάμαι να της είχα πει κάτι που θα μπορούσε να θεωρήσει προσβλητικό. Δεν ξέρω τι θέμα είχε δημιουργηθεί και απαιτούσε να της ζητήσω συγγνώμη. Σε ποια να ζητήσω συγγνώμη; Σε εκείνη που είχα σαν αδερφή μου; Σε εκείνη που της είχα πάρει δώρο τσάντα Christian Dior; Σε εκείνη που αγαπούσα και προστάτευα ό,τι και αν γινόταν; Φυσικά και αρνήθηκα λέγοντάς του ότι δεν τον αφορά και να μην ανακατεύεται. Δεν ξέρω αν ήταν η ασφάλεια του σπιτιού και των γονιών μου ή απλά δεν άντεχα άλλο γι’ αυτό και ξέσπασα. 

Την επόμενη κιόλας μέρα έκανα αίτηση για khula, ένα ισλαμικό είδος διαζυγίου που χορηγείται όταν μία γυναίκα επιθυμεί να εγκαταλείψει το σύζυγό της. Σύντομα βρεθήκαμε σε ένα μικρό, σκοτεινό δωμάτιο στο τζαμί εγώ, οι γονείς μου και ο σύζυγος μου με τον πατέρα του και του ζήτησα διαζύγιο. «Δεν θα στο δώσω», μου είπε.

Υπάρχει η εσφαλμένη αντίληψη ότι το Ισλάμ δεν επιτρέπει σε μία γυναίκα να ζητήσει διαζύγιο από το σύζυγό της. Αυτό το ψέμα είναι ευρέως διαδεδομένο και πολύ ισχυρό. Αυτός είναι και ο λόγος που οι γυναίκες υποτάσσονται στους άντρες τους και όσα και αν υπομένουν, μένουν γιατί πιστεύουν πως δεν έχουν άλλη επιλογή. Φταίνε σίγουρα και οι μουλάδες που θέλουν να διατηρήσουν την εξουσία τους γι’ αυτό και επιτρέπουν στο ψέμα αυτό να επιβιώνει. Μία γυναίκα όμως που έχει διαβάσει το Κοράνι, ξέρει ότι η υποταγή και η καταπίεση είναι τεχνητά κατασκευάσματα για να μένουν οι γυναίκες πιστές στους συζύγους τους και να μην τολμούν καν να σκεφτούν το διαζύγιο.

«Δεν χρειάζομαι την άδειά σου», του είπα ψυχρά. Ήταν η πρώτη φορά που αισθανόμουν τόσο αποφασισμένη.

«Έχει δίκιο. Δεν χρειάζεται την άδειά σου», είπε ο καδής.

«Δεν θέλω καμία σχέση με αυτούς τους ανθρώπους», είπα κοιτώντας έντονα το πεθερό μου. Η γκριμάτσα του τα είπε όλα. Δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο από εμένα. Τόσο καιρό νόμιζε πως ήμουν μία γυναίκα αδύναμη και πως επειδή είχα χωρίσει μία φορά, θα υπέμενα οποιαδήποτε καταπίεση και κακοποίηση για να αποφύγω τη ντροπή ενός δεύτερου διαζυγίου. Θεώρησαν την καλοσύνη μου αδυναμία. 

Μετά το δεύτερο διαζύγιο ο πατέρας μου είπε στη μητέρα μου: «Από δω και πέρα θα αφήσουμε τα κορίτσια μας να κάνουν ό, τι θέλουν. Εκείνες ξέρουν καλύτερα». Από τότε και μετά αδιαφορήσαμε πλήρως για όσα και αν ακουγόταν γύρω μας. Πλέον ντυνόμουν όπως ήθελα χωρίς να με νοιάζουν τα περίεργα βλέμματα και τα σχόλια των γύρω μου. Το χειρότερο που ήταν να μου συμβεί, μου συνέβη.

Προσωπική ζωή δεν είχα πια, αλλά δεν με ενδιέφερε γι’ αυτό και έδωσα βάση στην επαγγελματική μου εξέλιξη. Στα 27 μου έπιασα δουλειά ως εκπαιδευόμενη σε μία τοπική εφημερίδα. Και όχι μόνο έπιασα δουλειά, αλλά ξεκίνησα μαθήματα σε σχολή δημοσιογραφίας. Λίγα χρόνια μετά ξεκίνησα να εργάζομαι στο BBC. Ο πατέρας μου ήταν πολύ περήφανος για μένα. Παρακολουθούσε στενά την πορεία μου. Όταν αποφάσισα να αγοράσω σπίτι για να μείνω μόνη μου, οι κακές γλώσσες γύρω μου είχαν πολλά να πουν. Δεν ήξεραν όμως ότι ήταν ο πατέρας μου αυτός που μεσολάβησε και μίλησε με μεσίτη, ο οποίος μου πρότεινε το σπίτι που αγόρασα στο Bradford. Ο πατέρας μου ήξερε τη σημασία της ελευθερίας και δεν θα με άφηνε έτσι.

Ένα Σάββατο βράδυ η αδερφή μου με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι η μητέρα μου έδωσε το τηλέφωνό μου σε κάποιον. «Σε παρακαλώ μην πεις κουβέντα. Δεν το έμαθες από μένα». Δεν είχα σκοπό να την «κάψω». Απλά πήρα βαθιά ανάσα και περίμενα.

Κυριακή βράδυ το επίμαχο άτομο μου έστειλε μήνυμα. Στην πορεία διαπίστωσα ότι δεν ήταν η μητέρα μου , που του είχε δώσει το τηλέφωνό μου. Αποδείχθηκε ότι κάποιος από τους θείους μου του το είχε δώσει πριν από έξι μήνες, αλλά λίγο μετά ο μπαμπάς του πέθανε και δεν κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί μου. Μία κρύα νύχτα του Οκτωβρίου που είχε βγει μία βόλτα να πάρει αέρα βρήκε τυχαία το χαρτάκι με το τηλέφωνό μου στην τσέπη του μπουφάν του, το οποίο είχε να φορέσει εδώ και καιρό.

Συνεχίσαμε καιρό να μιλάμε και μπορώ να πω ότι κάτι σε αυτόν τον άνθρωπο μου έκανε κλικ και ένιωσα να χαλαρώνω. Λίγους μήνες μετά ήρθε να με συναντήσει στο Leeds. Φάγαμε, περπατήσαμε και μιλήσαμε για πολλή ώρα. Μου έφερε δώρο και τρία βιβλία, το ένα με ποιήματα. Να κι ένας άνθρωπος μετά από καιρό που με καταλάβαινε.

Εκείνος στο Λονδίνο, εγώ στο Bradford. Για πολύ καιρό μιλούσαμε και συναντιόμασταν κάπου στη μέση. Μετά από σκληρή δουλειά και επιμονή εκ μέρους του δέχτηκα να τον παντρευτώ. Κάτι μέσα μου, μου έλεγε πως αν δεν δεχόμουν, θα το μετάνιωνα. Σε αντίθεση με τους προηγούμενους συζύγους μου, αυτόν τον ήξερα καλύτερα πριν το γάμο. Είχαμε βγει πολλές φορές, είχαμε συζητήσει, είχα γενικά μία καλύτερη εικόνα για το τι είδους άνθρωπος είναι. Είχαμε μία σχέση που είχε ξεκινήσει από την αρχή καλά και πορευόταν ακόμα καλύτερα.

Παρόλο που δεν ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενος, ερχόταν στο τζαμί μαζί μου κάθε μέρα για δύο εβδομάδες δείχνοντας πόσο πολύ ήθελε να με παντρευτεί. Έχουν περάσει οκτώ χρόνια από τότε και μπορώ να σας πω ότι ο γάμος μου μαζί του ήταν η πιο σοφή επιλογή που έχω κάνει. Είμαστε ακόμα παντρεμένοι, έχουμε κάνει δύο γιους και είμαι πολύ ευτυχισμένη. Κάποτε θα μάθουν τα πάντα για τη μαμά τους. Θα μάθουν ότι έκανε δύο ακόμα γάμους και ότι έζησε πολλές κακουχίες μέχρι να γνωρίσει το μπαμπά τους. Χαίρομαι όμως γιατί τα πράγματα πήγαν καλά και ακόμα περισσότερο χαίρομαι που το Ισλάμ δίνει το δικαίωμα σε μία γυναίκα να επιλέξει το σύντροφό της και να τον χωρίσει όταν εκείνη το κρίνει.

Μπορεί να έχω πάρει δύο διαζύγια, αλλά είμαι υπερήφανη για τον εαυτό μου. Tόλμησα να ξεφύγω και αρνήθηκα να συμμορφωθώ και να παραιτηθώ.

Eίμαι μία χειραφετημένη μουσουλμάνα. Κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό.

Πηγή: theguardian.com

Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ