fbpx

Τη μητέρα μου την ένοιαζε μόνο ο γκόμενος και όχι εγώ. Όταν έμεινα έγκυος, ευχήθηκα να μην κάνω κόρη (photos)

| 27 Ιανουαρίου 2021
ADVERTISEMENT

Ποτέ δεν ήμουν αδύναμη, τώρα όμως είναι που μπορώ και βλέπω τη δύναμη που κρυβόταν μέσα μου. Δεν μου ήταν εύκολο. Για πολύ καιρό κουβαλούσα μέσα μου ένα βάρος, αλλά έκανα τη συνειδητή επιλογή να ωριμάσω αντί να καταρρεύσω. 

Πηγαίνοντας στο σχολείο και στην επιστροφή, τα παιδιά με κορόιδευαν και μου πετούσαν ό, τι κρατούσαν στα χέρια τους και ό, τι έβρισκαν μπροστά τους από νεράντζια, πορτοκάλια και λεμόνια μέχρι τις κασετίνες τους, τις τσάντες τους και ό, τι άλλο υπήρχε εύκαιρο.


ADVERTISEMENT

Είμαι ένα μοναχοπαίδι που μεγάλωσε η μόνη μητέρα του. Οι δυο μας ήμασταν πάντα πολύ κοντά. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή πόσο μου άρεσε να την αγκαλιάζω και να της λέω πόσο την αγαπούσα. Χώρισε με το βιολογικό μου πατέρα όταν ήμουν περίπου 3 ετών και έκανα κάμποσα χρόνια να τον δω. Η μητέρα μου επέλεξε να με κρατήσει μακριά από εκείνον και την οικογένειά του και δεν με άφησε να δημιουργήσω σχέσεις και να αναπτύξω δεσμούς μαζί τους.

Ξαναπαντρεύτηκε στα 9 μου έναν άντρα που θεωρώ πατέρα μου και η μητέρα μου λίγο μετά αρρώστησε. Στην αρχή οι γιατροί δεν ήξεραν τι είχε. Αρκετό καιρό μετά διαγνώστηκε με ινομυαλγία. Επίσης είχε μεγάλο πρόβλημα με τον ύπνο της. Έμενε ξύπνια όλη νύχτα και κοιμόταν όλη τη μέρα. Αποφάσισε να μετακομίσει από το Λος Άντζελες στο Μεξικό εν μέσω χειμώνα γιατί πίστευε ότι έτσι θα γινόταν καλά και στην Ε’ τάξη του Δημοτικού πήγα και εγώ μαζί της. Πήγα σχολείο εκεί για μερικούς μήνες και στη μέση της χρονιάς επέστρεψα. Πριν ξεκινήσει η νέα σχολική χρονιά η μητέρα μου αποφάσισε να με πάρει πίσω μαζί της. Την παρακάλεσα να μείνω στο Λος Άντζελες με το μπαμπά μου, δεν ήθελα να πάω. Ήμουν έτοιμη να ξεκινήσω το γυμνάσιο και δεν ήθελα να χωριστώ από τους φίλους και τις φίλες μου. Συμφώνησε να με αφήσει αλλά μόνο για ένα χρόνο.Ο «μπαμπάς» μου ήταν ό, τι ακριβώς χρειαζόμουν κατά την εφηβεία. Ήταν πάντα εκεί για μένα. Με φρόντισε όταν κόλλησα ανεμοβλογιά και όταν μου ήρθε για πρώτη φορά περίοδος. Με καταλάβαινε και με αντιμετώπιζε ως μία εκκολαπτόμενη γυναίκα. Μεταξύ μας είχε γεννηθεί μία πανέμορφη φιλία, κάτι που έχανα σιγά-σιγά με τη μητέρα μου. Δεν ήταν πλέον στοργική μαζί μου και πάντα φαινόταν κάτι να την ενοχλεί σε εμένα. Δεν είχε χρόνο πλέον για τίποτα παρά μόνο για τη δουλειά της και της είχε γίνει εμμονή να με πάρει πίσω στο Μεξικό μαζί της, κάτι που δεν ήθελα. Τα πράγματα επρόκειτο γρήγορα να αλλάξουν και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Ένα χρόνο μετά η μητέρα μου επέστρεψε για να με πάρει πίσω μαζί της. Ήμουν τόσο αφελής που νόμιζα ότι είχε έρθει απλά για να με δει. 

Με πήρε και φύγαμε για το Μεξικό. Ο μπαμπάς μου άφησε το σπίτι μας και μετακόμισε σε μία γκαρσονιέρα χωρίς εμάς. Το μόνο που θυμάμαι η μητέρα μου να κάνει πριν φύγουμε είναι να αγοράζει προφυλακτικά από ένα μεγάλο πολυκατάστημα για να «μεταπωλήσει» όπως έλεγε στο Μεξικό. Γιατί σκεφτόμουν; Εκεί δεν υπήρχαν προφυλακτικά; Και γιατί προφυλακτικά συγκεκριμένα;


ADVERTISEMENT

Λίγες μέρες μετά τα 12 μου φτάσαμε στο Puerto Vallarta. Στο σπίτι της μητέρας μου ζούσε μία ακόμα οικογένεια και όταν τη ρώτησα γιατί μένει με άλλους μου είπε ότι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονταν εκεί για να τη βοηθήσουν με τις δουλειές του σπιτιού. Το πρώτο βράδυ είδα έναν από τους μεγάλους γιους της γυναίκας που έμενε σπίτι μας να βγαίνει από το δωμάτιο της μητέρας μου. Όταν τη ρώτησα τι δουλειά είχε αυτό το παιδί στο δωμάτιό της μου είπε ότι έψαχνε κάτι. Δεν έδωσα σημασία.

Εκείνο το βράδυ η μητέρα μου με πήγε στο κέντρο του Puerto Vallarta. Όταν πήραμε το λεωφορείο για να επιστρέψουμε σπίτι μας μου είπε ότι την επόμενη μέρα θα επέστρεφε στο Λος Άντζελες γιατί είχε μία δουλειά να τελειώσει και ότι θα με πρόσεχε η οικογένεια αυτή που έμενε σπίτι μας. Μαζί με τη μητέρα μου θα πήγαινε και ο νεαρός εκείνος που είδα να βγαίνει από το δωμάτιό της.

Πέρασα δύσκολα με αυτή την οικογένεια. Προσπάθησαν να με κάνουν να νιώσω σαν στο σπίτι μου αλλά δεν τα κατάφεραν. Ένιωθα μόνη. Στο Puerto Vallarta δεν είχα ούτε οικογένεια ούτε φίλους. Μία μέρα με πήραν μαζί τους βόλτα στο ποτάμι. Θυμάμαι ότι είχα βουτήξει τα πόδια μου στο νερό όταν ένας ξάδερφος των παιδιών με πλησίασε και άρχισε να μου μιλάει. Με ρώτησε αν ήξερα την αλήθεια, του είπα ότι δεν την ήξερα και μου την αποκάλυψε εκείνος: ο ξάδερφος του, ο νεαρός δηλαδή που είδα εκείνο το βράδυ να βγαίνει από το δωμάτιό της μητέρας μου ήταν στην πραγματικότητα εραστής της (μαζί με αυτόν είχε σπιτώσει και την οικογένειά του) και ο λόγος που επέστρεψαν στο Λος Άντζελες ήταν για να ζητήσει διαζύγιο από τον πατέρα μου. Θυμάμαι γελούσε ενώ μιλούσε και εγώ δεν καταλάβαινα τι έβρισκε τόσο αστείο. Όλοι ήξεραν εκτός από μένα. Ήμουν τόσο θυμωμένη αλλά και μπερδεμένη. Ακόμα και σήμερα όταν φέρνω στο μυαλό μου εκείνη τη μέρα, νιώθω προδομένη και μεγάλη αηδία και απέχθεια προς τη μητέρα μου.

Όταν η μητέρα μου επέστρεψε θυμάμαι πως πριν καλά-καλά τη χαιρετήσω άνοιξα τις βαλίτσες της και άρχισα να ψάχνω για αποδεικτικά στοιχεία. Βρήκα προφυλακτικά και γυμνές φωτογραφίες του άντρα αυτού. Ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να φύγω, να πάω σπίτι μου, κοντά στον μπαμπά μου, να νιώσω ξανά φυσιολογική. 

Της έβαλα τις φωνές και της είπα όσα ήξερα. Δεν έδειξε καμία συμπόνια, καμία μεταμέλεια, κανένα συναίσθημα, ίσα-ίσα που φαινόταν ανακουφισμένη που ήξερα την αλήθεια και που την έμαθα από κάποιον άλλον και όχι από εκείνη. Από τη στιγμή που το έμαθα, πλέον δεν είχε κανένα λόγο να κρύβεται. Είχε ερωτευτεί ένα παλικάρι 17 ετών. Η λαγνεία της δεν είχε όρια. Δεν προσπαθούσε καν να κρατήσει τις ισορροπίες. Ήταν λες και απελευθερώθηκε και από τότε, κάθε φορά που την έβλεπα, ήταν κολλημένη πάνω του σαν τη βδέλλα.

Θυμάμαι να παίρνω τηλέφωνο τους θείους και τις θείες μου ζητώντας τους να πείσουν τη μαμά μου να με φέρει πίσω αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Ήταν μητέρα μου και έπρεπε να κάνω ό, τι ήθελε εκείνη.

Με τη ζωή μου διαλυμένη και την καρδιά μου ξεριζωμένη αποφάσισα να επαναστατήσω. Η μητέρα μου ήταν όλη την ώρα απασχολημένη με το νέο της φίλο και δεν ανησυχούσε καθόλου για μένα ούτε που ήμουν ούτε τι έκανα. Κοίταγε το δικό της πρόγραμμα και έκανε ο, τι ήθελε και ο, τι τη βόλευε, έτσι αποφάσισα και εγώ με τη σειρά μου να μην ξανασχοληθώ μαζί της και να κάνω αυτό που ήθελα. Άρχισα να ψάχνω την αγάπη και τη στοργή που μου έλειπε σε άλλα μέρη αδιαφορώντας παντελώς για τη μητέρα μου.

Είχα μεγάλη ελευθερία και το εκμεταλλεύτηκα. Έκανα πολλά πράγματα, για τα οποία τώρα ντρέπομαι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ευχαριστώ το Θεό που δεν μπλέχτηκα σε κάτι, από το οποίο δεν θα μπορούσα να ξεφύγω. Ούτε αλκοόλ έπινα ούτε ναρκωτικά έπαιρνα ούτε κάπνιζα. 

Στο σπίτι με τη μητέρα μου είχαμε ομηρικούς καυγάδες. Ήθελε να με ελέγχει, αλλά εγώ αρνιόμουν να υποταχτώ. Με αυτά που μου έλεγε και με τη συμπεριφορά της μου έκανε κακό και το ήξερε. Ακόμα και μέχρι σήμερα δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί έβγαζε τέτοιο θυμό απέναντί μου.

Ένα βράδυ ο φίλος της επέστρεψε στο σπίτι τύφλα μεθυσμένος κάτι που έκανε συχνά και επιτέθηκε στη μητέρα μου. Θόλωσα και μπήκα στη μέση να τη σώσω. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι τη μητέρα μου και εμένα να προσπαθούμε να τον κλειδώσουμε έξω από το σπίτι και εκείνος να σπρώχνει με όλη του τη δύναμη για να ξαναμπεί μέσα. Στην προσπάθειά του πάνω με έσπρωξε δυνατά και με χτύπησε με το σκουπόξυλο στο φρύδι ανοίγοντάς το. Θυμάμαι τη μάνα μου να ουρλιάζει βλέποντας το αίμα να τρέχει και πιο μετά, όταν προσπαθούσε να σταματήσει το αίμα και δεν σταμάταγε. Φοβόταν. Με πήγε στο νοσοκομείο και πήρα πόσα ράμματα εσωτερικά και εξωτερικά. Η ουλή που έμεινε στο φρύδι μου δεν με αφήνει να ξεχάσω.

Νόμιζα ότι η μητέρα μου μετά από αυτό θα έβλεπε ποιος πραγματικά ήταν και θα τον παράταγε. Σκέφτηκα ότι τα πράγματα θα γίνονταν όπως ήταν παλιά μεταξύ μας αλλά έκανα λάθος.

Το επόμενο πρωί που σηκώθηκα για να πάω στο σχολείο ήταν εκεί στην κουζίνα μαζί. Καθόταν στα πόδια του και τον τάιζε με ένα κουτάλι ενώ εκείνος την κρατούσε στην αγκαλιά του ρίχνοντας κι άλλο αλάτι στην πληγή μου. Διάλεξε το φίλο της παρά την κόρη της. Τα πράγματα μεταξύ μας δεν θα ήταν ποτέ ξανά καλά.

Τη χτυπούσε συχνά για πράγματα που δεν άξιζε τον κόπο να ασχοληθεί κανείς και σε έναν από αυτούς τους καβγάδες με χτύπησε στα χέρια και τα πόδια με τη σιδερώστρα γιατί δεν δέχτηκα να πάω βόλτα στο ποτάμι μαζί τους. Πήγα στο σχολείο με μία τεράστια ουλή στο χέρι κάτι που και οι συμμαθητές μου και οι καθηγητές μου σχολίασαν και με ρώτησαν.

Εφόσον δεν είχα ενηλικιωθεί ακόμα, δεν μπορούσα να σηκωθώ και να φύγω. Η μητέρα μου είχε την επιμέλεια και μόνο με εκείνη μπορούσα να επιστρέψω στο Λος Άντζελες και μετά ξανά στο Puerto Vallarta. Κάθε φορά που πηγαίναμε στο Λος Άντζελες την παρακάλαγα να μείνω με τη θεία ή τη γιαγιά μου, αλλά δεν με άφηνε. Έκανα ό, τι ήθελε χωρίς να φέρνω αντιρρήσεις. Στο σχολείο ήμουν άριστη μαθήτρια και έφερνα τους καλύτερους βαθμούς. Ποτέ δεν μου είπε ένα μπράβο. Το μόνο που της άρεσε ήταν να με βασανίζει με απειλές. Από ένα σημείο και μετά σταμάτησα να προσπαθώ. Στο λύκειο μία χρονιά έμεινα από απουσίες.

Η μητέρα μου ήθελε να έχει τον πλήρη έλεγχο και να με βλέπει να υποφέρω. Με χρησιμοποιούσε και με εκμεταλλευόταν και το χειρότερο; Κανείς δεν μπορούσε να την εμποδίσει. Ήταν ένας άνθρωπος χειριστικός, νάρκισσος και αναίσθητος.

Στα 18 μου σηκώθηκα και έφυγα. Δεν άντεχα άλλο. Και πάλι όμως δεν σταμάτησε να προσπαθεί να με χρησιμοποιεί και να είναι χειριστική.

Ο Θεός έφερε στο δρόμο μου έναν άνθρωπο, τον καλύτερο άνθρωπο που θα μπορούσα ποτέ να ζητήσω, έναν άνθρωπο με αγαπούσε και ήθελε να χτίσει ένα όμορφο μέλλον μαζί μου.

Όταν έμεινα έγκυος, ευχήθηκα να μην κάνω κόρη. Δεν ήθελα, φοβόμουν, γιατί δεν ήθελα να γίνω σαν τη μητέρα μου. Δεν ήθελα να έχω με το παιδί μου την τοξική σχέση που είχα με τη μητέρα μου.

Έκανα ένα αγοράκι που το ονόμασα Joaquin. Προσωπικά πιστεύω ότι ο Θεός άκουσε τις προσευχές μου και είδε ότι αν έκανα κόρη ίσως και να γινόμουν κάποτε σαν τη μητέρα μου γιατί έτσι είχα μάθει.

Ήρθα πολύ κοντά με την οικογένειά του άντρα μου και έφτιαξα εκ νέου τη σχέση μου με τον πατέρα μου, τη γιαγιά μου, τις θείες και τους θείους μου. Με πόναγε κάθε φορά που άκουγα τη γιαγιά μου να μου λέει πόσο πολύ στεναχωριόταν που δεν ήταν κοντά μου όλα αυτά τα χρόνια και που δεν με είδε να μεγαλώνω. Δεν πρόλαβα να γνωρίσω τον παππού μου. Πέθανε όταν ήμουν 11 χρονών από καρκίνο. Το μόνο που μου έμεινε από εκείνον ήταν οι φωτογραφίες του, που με κρατάει αγκαλιά όταν ήμουν μωρό. Ήμουν το μοναδικό εγγόνι που πρόλαβε να γνωρίσει… Η γιαγιά μου, μου είπε ότι του άρεσε πολύ να με κακομαθαίνει και να μου κάνει όλα τα χατίρια. Πριν πεθάνει ζήτησε από τη μητέρα μου να με φέρει να με δει, αλλά εκείνη του αρνήθηκε. Αυτό όπως μου είπε η γιαγιά μου του ράγισε την καρδιά.

Λίγο καιρό μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού μου, του Benjamin, η μητέρα μου έπαθε έναν σοβαρό νευρικό κλονισμό, ενώ ήταν ακόμα στο Μεξικό και χρειάστηκε να νοσηλευτεί. Είχε οράματα, παραισθήσεις, μιλούσε στο Θεό και η οικογένειά της αναγκάστηκε να τη φέρει πίσω στο Λος Άντζελες. Όσο έμεινε κοντά μας φερόταν τουλάχιστον παρανοϊκά. Νόμιζε ότι όλοι ήθελαν να της κάνουν κακό.

Έτρεχε στα νοσοκομεία και ζητούσε να την εξετάσουν γιατί νόμιζε ότι τη δηλητηριάζαμε. Ήμουν η μοναδική που δεν φοβόταν. Από το φόβο της ότι κάποιος την είχε δηλητηριάσει έπαθε καρδιακή προσβολή αλλά οι γιατροί ήταν κάθετοι: οι εξετάσεις της ήταν πεντακάθαρες. Τότε ο Θεός, όπως είπε, της είπε ότι και οι γιατροί ήταν στο κόλπο και ότι έπρεπε να δραπετεύσει.

Ενημέρωσα τους γιατρούς σχετικά με την ψυχική της κατάσταση και ότι τις προάλλες είχε προσπαθήσει να πηδήξει από το αυτοκίνητο ανοίγοντας την πόρτα ενώ αυτό ήταν εν κινήσει. Χρειάστηκε να βάλουν αστυνομικούς να τη φυλάνε για να μη φύγει. Προσπάθησα να τη βοηθήσω όσο μπορούσα και αυτό ήταν από τα πιο δύσκολα πράγματα που έπρεπε να κάνω.

Η εικόνα της στο ψυχιατρείο με πονάει ακόμα και σήμερα… Τα έβαλαν όλοι με μένα επειδή δέχτηκα να μπει στο ψυχιατρείο. Όλοι έλεγαν ότι η μητέρα μου δεν ήταν τρελή και ότι εγώ ήμουν μία φρικτή κόρη που τόλμησε να της κάνω ένα τέτοιο κακό, ωστόσο στο ψυχιατρείο την άφησαν ελεύθερη να φύγει πριν της κάνουν σωστή διάγνωση, όταν όμως χειροτέρεψε και είδαν πόσο επικίνδυνη ήταν για τον εαυτό της και για τους άλλους, η οικογένεια που τόσο καιρό με κατηγορούσε πήρε το μέρος μου και αναζήτησε για εκείνη την καλύτερη δυνατή επαγγελματική βοήθεια. Εκείνη από τη μεριά της πίστευε ότι δεν χρειαζόταν βοήθεια, αλλά εμείς επειδή είχαμε μπλέξει με το Σατανά.

Δεν την ξαναέβαλα σπίτι μου γιατί δύο φορές προσπάθησε να κάνει κακό στα παιδιά μου για να μην αναφέρω την κακοποίηση, λεκτική και σωματική, που εξακολουθούσε να μου ασκεί. Γνωρίζοντας ότι δεν ήταν πλέον ευπρόσδεκτη στο σπίτι μου ερχόταν στις 2 τη νύχτα και χτύπαγε τις πόρτες ουρλιάζοντας ότι από τη στιγμή που αφήνουμε τα σκυλιά και τους ψύλλους τους να κοιμούνται στο σπίτι μας, έπρεπε να αφήσω και αυτήν. Τη βρίσκαμε να κοιμάται στο κατώφλι ή κάτω από το φορτηγό του άντρα μου, άφηνε σακούλες με σκουπίδια μπροστά στην εξώπορτα και περίεργα δώρα για τα παιδιά, όλα σε μία προσπάθεια να με αναγκάσει να τη δεχτώ σπίτι μου. Η συμπεριφορά της αυτή με άγχωνε πολύ και δεν ήξερα τι να κάνω και πώς να την αντιμετωπίσω.

Δεν ένιωθα ασφαλής. Φοβόμουν ότι θα πεταχτεί από τους θάμνους και θα κάνει κακό στα παιδιά μου, αλλά δεν υποχώρησα.

Υπάρχουν τόσα πολλά που μπορείτε να κάνετε όταν ένας ενήλικας με ψυχική ασθένεια αρνείται τη βοήθειά σας. Νομικά δεν μπορείτε να κάνετε κάτι. Πλέον ήταν ανίκανη να ζήσει στην κοινωνία και βρέθηκε να περιπλανιέται άστεγη. Ζει σε αυτή την κατάσταση εδώ και περίπου 6 χρόνια. Διαπίστωσα ότι είχα εξαντλήσει κάθε περιθώριο και έδωσα ο, τι είχα να δώσω. Προσπάθησα να τη βοηθήσω, αλλά δεν μπορούσα. Μετακομίσαμε και τώρα δεν ξέρει πού μένω. Επιτέλους νιώθω ξανά ηρεμία μέσα στο σπίτι μου. 

Όταν ο μικρός μου γιος ήταν 5 ετών έμεινα και πάλι έγκυος, αλλά αυτή τη φορά ήθελα μία κόρη. Δεν φοβόμουν πια και ο Θεός με άκουσε και μου έστειλε ένα κοριτσάκι.

Υποσχέθηκαν να την αγαπώ για πάντα, να την προστατεύω και να μην επαναλάβω τα λάθη που έκανε η μητέρα μου μαζί μου. Η κόρη μου ήταν ένα τέλειο μωράκι που ήρθε στη ζωή για να με θεραπεύσει και να με διαβεβαιώσει ότι δεν ήμουν η μητέρα μου. Η ευτυχία της για μένα είναι πάνω απ’ όλα. Είναι η μικρή καλύτερή μου φίλη. Όλοι πιστεύουν ότι είναι το κορίτσι του μπαμπά αλλά δεν είναι. Είναι το κορίτσι της μαμάς!

Υπάρχουν στιγμές που στεναχωριέμαι που τα παιδιά μου δεν έχουν κοντά τους τη γιαγιά τους να τα κακομαθαίνει, να τους παίρνει δώρα, να παίζουν και να διασκεδάζουν μαζί. Η μητέρα του συζύγου μου πέθανε, όταν εκείνος ήταν μωρό. Τουλάχιστον τα παιδιά μου έχουν δύο γονείς που τα αγαπούν και ένα σπίτι γεμάτο αγάπη και σεβασμό.
Έχω καταλάβει ότι δεν χρειάζεται να γίνω η μητέρα μου μόνο και μόνο επειδή με μεγάλωσε. Αν μη τι άλλο μου έδειξε το μονοπάτι που δεν πρέπει με τίποτα να ακολουθήσω και έμαθα ότι το να έχω ανθρώπους γύρω μου που με αγαπούν και με σέβονται ως άτομο είναι το καλύτερο πράγμα που μπορώ να έχω. Δεν χρειάζεται να περιβάλλομαι με τοξικά άτομα ακόμα και αν ένα από αυτά είναι η μητέρα μου.

Ναι, είναι δύσκολο. Απέναντι σε κάποιους ανθρώπους είμαι ακόμα και σήμερα ψυχρή.

Όταν η ζωή σου δίνει λεμόνια, εσύ αποφασίζεις πώς θα τα χρησιμοποιήσεις και εγώ δεν επέλεξα να τα πετάξω σε κάποιον, όπως έκαναν οι συμμαθητές μου κάποτε. Επέλεξα να φτιάξω λεμονάδα, να βάλω και λίγη ζαχαρίτσα και να την πιω στην υγειά της νέας μου ζωής!

Πηγή: scarymommy.com

Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ