fbpx

Δεν είναι υποχρεωτικό να αγαπάς τη μάνα σου

| 13 Μαρτίου 2018
ADVERTISEMENT

Η οικογένεια είναι το μόνο, που έχεις. Ή έτσι λένε. Υποτίθεται ότι πρέπει να στέκεσαι στους δικούς σου ανεξάρτητα από το τί. Αυτή η λάθος αντίληψη έχει καταστρέψει αμέτρητες ζωές. Πριν από δέκα χρόνια, άνετα θα έπεφταν όλοι να με φάνε αν διάλεγα να ζήσω τη ζωή μου θυσιάζοντας την πίστη στην οικογένειά μου. Έτσι έκοψα τους δεσμούς και κάθε επαφή με όλους και έφυγα μετά το τέλος της εφηβείας μου.

Τι εννοώ λέγοντας έκοψα κάθε επαφή; Είναι καλύτερα να πω ότι αποστασιοποιήθηκα. Δεν τους επισκέπτομαι συχνά. Ένα τηλέφωνο τον πατέρα μου μια φορά το δίμηνο είναι το καλύτερο, που μπορώ να κάνω.


ADVERTISEMENT

Η μαμά μου; Έχω να της μιλήσω 5 χρόνια. Τα καλύτερα της ζωής μου. Για να είμαι πιο σωστή, πρέπει να πω ότι, όταν λέω ότι δεν είσαι υποχρεωμένος/η να αγαπάς της οικογένειά σου, δεν εννοώ όλους τους. Άλλοι θα έχουν τη βοήθειά μου, όταν τη χρειαστούν, ενώ άλλοι δεν με νοιάζει καθόλου τί θα απογίνουν.

Ας πεθάνουν μόνοι τους. Δεν θα πάω να δω τη μάνα μου στο νεκροκρέβατό της να μου δώσει την ευχή της και εγώ τη συγχώρεσή μου. Δεν τη θέλω. Ούτε στην κηδεία της θα πάω, ούτε τον τάφο της θα επισκεφτώ. Τα παιδιά μου δεν θα γνωρίσουν ποτέ τη γιαγιά τους.

Δεν την κάλεσα καν στο γάμο μου. Έχει καταστρέψει αρκετές στιγμές – γιορτές, γενέθλια, διακοπές κ.α, δεν χρειαζόταν να καταστρέψει και αυτή.


ADVERTISEMENT

Υπάρχουν πολλά άρθρα στο Διαδίκτυο για το πώς να απομακρύνεις από τη ζωή σου τους κακούς φίλους, τους κακούς ανθρώπους, τους κακούς συναδέλφους, κανένα άρθρο όμως για το πώς να απομακρύνεις έναν κακό γονέα.

Για να φτάσεις σε σημείο να μισείς την ίδια σου τη μάνα, σημαίνει ότι μεσολάβησαν πολλά. Πολλές απογοητεύσεις, φωνές, ξύλο, αμφιβολίες, κατηγορίες. Όταν ήμουν 10 ετών, η μαμά μου με έπεισε ότι οι φίλοι μου έκλεβαν το σπίτι μας κάθε φορά, που έρχονταν. Με είπε αφελή, αδύναμη και χαζή.

Για να αποδείξω ότι έκανε λάθος, άρχισα να ψάχνω τις τσέπες των φίλων μου κάθε φορά, που έφευγαν από το σπίτι. Τους έβαζα στη σειρά και τους ψαχούλευα. Ένα κομμάτι μου πίστευε ότι η μητέρα μου είχε δίκιο. Μια φορά βρήκα στην τσέπη του μιας ένα αξεσουάρ της Barbie, που ούτε που θυμάμαι ποιο ήταν.

Φανταστείτε, όμως, τη ντροπή μου, όταν έψαξα τις τσέπες 4 άλλων φίλων μου και δεν βρήκα τίποτα, εκτός από κάτι ματάκια, που με κοιτούσαν λυπημένα και απογοητευμένα.

Δεν είμαι σίγουρη από πού μου ήρθε η ιδέα να τους ψάχνω τις τσέπες. Κάπου θα το είχα δει στην τηλεόραση. Τέλος πάντων, τα παιδιά σταμάτησαν να έρχονται σπίτι μου.

Μια μέρα η μάνα μου ανακάλυψε ότι είχαμε στην τάξη μας ένα κοριτσάκι με σύνδρομο Down. Περάσαμε μια ολόκληρη νύχτα να προσπαθεί να μου κάνει πλύση εγκεφάλου ότι το παιδί είναι άρρωστο και να μην το πλησιάζω, να μην το παίζω, να το αγνοώ και να παίζω με τα άλλα παιδιά, τα «καλά».

Η δασκάλα μου ένα πρωί μου έκανε δώρο ένα βιβλίο, για να με επιβραβεύσει, που έκανα παρέα με το κοριτσάκι και δεν το κορόιδευα σαν τα άλλα παιδιά. Δεν ήξερα τί ακριβώς ήταν το σύνδρομο Down ακριβώς, αλλά ήξερα ότι το παιδάκι αυτό ήταν διαφορετικό.

Η μητέρα μου βρήκε το δώρο στην τσάντα μου το μεσημέρι και με ρώτησε. Όταν της εξήγησα, το έκανε χίλια κομμάτια μπροστά στα μάτια μου, πήρε το μπολ με τα αυγά και το πέταξε με δύναμη πάνω στην πόρτα του ψυγείου. Θρυμματίστηκε. “Παίζεις με το καθυστερημένο;”, ούρλιαξε.

Για μέρες, με αγνοούσε ή με φώναζε “καθυστερημένο”, όταν περνούσα το διάδρομο.

Λίγα χρόνια αργότερα, η μαμά μου κάθισε πρώτη θέση πίσω από την ορχήστρα και με παρακολούθησε να παίζω δεύτερο βιολί σε ένα καλοκαιρινό ρεσιτάλ. Στη επιστροφή μας σπίτι, με ρώτησε γιατί έπαιζα δεύτερο βιολί και όχι πρώτο, αντί να μου πει ένα μπράβο και να με πάρει μια αγκαλιά.

“Στην πρώτη σειρά παίζουν οι έμπειροι και πιο μεγάλη σε ηλικία”, είπα.

Γυάλισε το μάτι της. “Γιατί, εσύ δεν είσαι στη master τάξη;”.

“Είμαι, αλλά υπάρχουν και άλλα παιδιά μεγαλύτερα, που κάνουν πιο πολλά χρόνια”.

“Βλακείες. Απλά είσαι άχρηστη. Και η δασκάλα σου πιστεύει ότι είσαι και ταλαντούχα. Ίσως δεν είσαι. Καλύτερα να το εγκαταλείψεις”.

Ο μπαμπάς μου παρέμενε σιωπηλός, σαν τους σοφέρ, που βλέπουμε στις ταινίες.

Για μέρες, ζύγιζα τις κουβέντες της στο μυαλό μου. Δεν ήξερα ποιος ήταν ο ψεύτης. Η μάνα μου ή η δασκάλα μου στο βιολί;  Τελικά έπρεπε να κάνω μια επιλογή. Αγαπούσα τη μουσική και θα συνέχιζα. Έκανα μάστερ, ανέβηκα αρκετά επίπεδα στην πορεία και ζήτησα από τους γονείς μου να μην ξανάρθουν στις παραστάσεις. Στο πανεπιστήμιο, ήδη έπαιζα στο Μέγαρο Μουσικής. Αλλά δεν με γέμιζε πια. Το πάθος μου ήταν το γράψιμο και τα παράτησα όλα για να αφοσιωθώ σε αυτό. Δεν χρειαζόμουν πια τη συμβουλή της μαμάς μου. Ή την έγκρισή της. Ή την υποστήριξή της. Στην πραγματικότητα πάντα έκανε λάθος.

«Η μαμά σου σε αγαπάει», μου είπε ο μπαμπάς μου τη νύχτα, που προσπάθησε να μας σκοτώσει. Νωρίτερα είχε αρπάξει ένα κουζινομάχαιρο και μας κυνηγούσε γύρω από το τραπέζι. Κάλεσα την αστυνομία. Δεν εντυπωσιάστηκαν. Μας είπαν ότι δεν αποτελεί απειλή. Ήταν μια αδύναμη, αδύνατη μεσόκοπη γυναίκα, που δεν είχε κοιμηθεί για 36 ώρες. Όχι, για αυτούς φαινόταν άκακη.

Αν σκέφτηκα ότι όντως η μητέρα μου ήταν ικανή να μου κόψει το λαιμό; Όχι φυσικά. Το ήθελε, αλλά δεν θα το έκανε. Δε έβλεπε εμένα εκείνη τη στιγμή, αλλά κάποια άλλη, που μου έμοιαζε και ήθελε να της κάνει κακό.

Η μαμά μου υπέστη δεκάδες σχιζοφρενικά επεισόδια όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν ένας πολύ κακός άνθρωπος, ακόμα και πριν η ασθένειά της κάνει την εμφάνισή της. Στα μέσα της εφηβείας, η μαμά μου έπαψε να υπάρχει.

Το σώμα της δεν πέθανε, αλλά η ψυχή της. Για χρόνια, προσπαθούσα να είμαι το καλό παιδί και να προσποιούμαι ότι συζητούσα μαζί της συζητήσεις, που δεν έβγαζαν πουθενά εκτός από μερικές φορές που τα μάτια της καρφώνονταν πάνω μου και άρχιζε τα επικριτικά σχόλια για το βάρος μου, τα μαλλιά μου ή τα όνειρά μου.

Τελικά σταμάτησα να την επισκέπτομαι. Ζει τώρα σε ένα ίδρυμα, μόνη. Κανένας δεν πάει πια. Μερικές φορές τη λυπάμαι. Αλλά ξέρω τί κάνει η παρουσία της στη ζωή μου: μόνο κακό. Δεν μπορώ να το αντέξω. Έχω δικό μου μέλλον, καριέρα και οικογένεια. Άλλοι άνθρωποι εξαρτώνται από μένα. Έτσι προτιμώ να μείνω μακριά.

Παρατηρώντας άλλες μητέρες, μπορώ να πω ότι οι περισσότερες με εκνευρίζουν. Καμία τους δεν είναι τέλεια. Αλλά οι περισσότερες είναι τουλάχιστον αξιοπρεπείς.

Παρακολουθώ το σύζυγό μου να αγκαλιάζει τη μαμά του και αναρωτιέται πώς νιώθει. Αλλά δεν τον ζηλεύω. Είναι απλώς μια περιέργεια.

Μερικές φορές κοιτάω στον καθρέφτη και βλέπω τη μαμά μου. Από τη μια πλευρά, είναι μια ευλογία. Ήταν όμορφη.

Κάθε μέρα τη νιώθω μέσα μου. Όχι με καλό τρόπο. Αισθάνομαι την επιθυμία της να με κρίνει, το μίσος της, το να ζεις συνέχεια με την υποψία και τη δυσπιστία.

Η μαμά μου δεν είχε φίλες. Τις έδιωχνε όλες μακριά. Προσπαθώ να μην κάνω τα λάθη που έκανε.

Παρόλα αυτά, η παράνοια και η αμείλικτη κριτική της, άλλοτε εκλεπτυσμένη, άλλοτε ωμή, έγιναν χρήσιμα εργαλεία. Με εμποδίζουν από το να εφησυχάζω, να δείχνω εμπιστοσύνη ή να εξαρτώμαι από άλλους ανθρώπους.

Έχω διώξει από καιρό από τη σκέψη μου την απόφαση να τη συγχωρήσω ή να τα ξαναβρούμε. Η κακοποίησή της ήταν χρόνια και βλαβερή. Ήταν τοξική για τη ζωή μου, δεν τη θέλω πια.

Ορισμένοι από εμάς πρέπει να σταματήσουμε να δεσμευόμαστε από την ιδέα της οικογένειας. Δεν χρειάζεται. Το μυαλό της μητέρας μου είναι πια σαν ελβετικό τυρί. Δεν ξέρει ποια είμαι. Και δεν πρόκειται να την προσκυνήσω μόνο για λίγα ψήγματα αναγνώρισης. Ποτέ δεν είχα την αγάπη της. Τώρα πια ξέρω ότι ποτέ δεν τη χρειαζόμουν. Ως παιδί και ως ενήλικας πλέον μπορώ να το αντιμετωπίσω.

Πηγή: scarymommy.com

Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ