fbpx

Έτσι ΔΕΝ κάνουν τα αγόρια

| 28 Δεκεμβρίου 2017
ADVERTISEMENT

Ήταν μόλις 18 χρόνων, φρέσκια και χαμογελαστή. Άβγαλτη και άπειρη. Όμως χαμογελαστή, γλυκιά, από εξαιρετική οικογένεια. Χορευταρού, με χιούμορ, ενημερωμένη σε όλα, όχι όμως ξερόλας. Ταπεινή, ευγενική. Εμφανισιακά δεν έλεγε πολλά, αλλά με τα αγόρια κρατούσε πάντα φιλικούς τόνους με τις κατάλληλες συζητήσεις.

Της άρεσαν τα αγόρια. Θυμάται πώς περίμεναν έξω από το σχολείο τα κορίτσια τους να βγουν. Να τα αγκαλιάσουν, να τα φιλήσουν, να τους κρατήσουν το χέρι. Πόσο ήθελε να το ζήσει. Το λαχταρούσε. Μεγάλωσε πια.


ADVERTISEMENT

Τότε την είδε εκείνος. Ένα χαμόγελο, ένα φλερτάκι και αμέσως η διάθεση ανέβαινε. Ίσως τελικά η εμφάνισή της να μην ήταν τόσο κακή. Μερικά περιττά κιλά άλλωστε λίγο πολύ όλες κρύβουν. Κοκκίνιζε, ναι. Κάθε φορά που της χαμογελούσε. Ενίοτε αισθανόταν και τη φωνή της αλλαγμένη όταν μιλούσαν. Σα νιαούρισμα. Και ονειρευόταν: πιασμένοι χέρι με χέρι, να τρώνε, να πηγαίνουν σινεμά, να ξεκαρδίζονται στα γέλια, να πηγαίνουν διακοπές. Έντονες εικόνες ενός όμορφου γλυκού έρωτα. Ήθελε να το ζήσει τόσο πολύ!

Και ήρθε η μέρα του πολυπόθητου ραντεβού. Ετοιμάστηκε. Έβαλε το αγαπημένο πουκαμισάκι της με τα φυλλαράκια τα πράσινα και σομόν, την μπεζ βερμούδα και τα μοκασίνια της. Δεν αισθανόταν προκλητική. Συναντήθηκαν σε έναν σταθμό τρένου. Βέβαια εκείνη θα προτιμούσε να έρθει να την πάρει από το σπίτι. Έτσι δεν κάνουν τα αγόρια; Οι κινήσεις ενίοτε προδίδουν ευγένεια και τρόπους. Αλλά σιγά, ένας σταθμός τρένου τι κακό θα είχε; Βρέθηκαν σε ένα απομονωμένο σχετικά παγκάκι να κοιτάζουν τη θάλασσα. Πόσο ρομαντικό! Κι εκείνη αν και αμήχανη, αν και θα ήθελε ένα καφεδάκι σε μπαράκι με μουσικούλα, σκέφτηκε πως ίσως έτσι κάνουν τα αγόρια. Με το πρώτο άγγιγμα στο χέρι ανατρίχιασε. Πρώτη φορά που κάποιο αγόρι της άγγιζε το χέρι και έτρεμε λιγάκι. Όμως το άγγιγμα αυτό δεν της θύμισε καθόλου τα όνειρά της. Ξαφνικά τη φίλησε, τη χούφτωσε, ήθελε εκεί επιτόπου να της ανοίξει το πουκάμισο. Το κορίτσι πανικοβλήθηκε. Τίποτα από όσα συνέβαιναν δεν ήταν αυτό που ονειρεύτηκε. Το φιλί δεν ήταν γλυκό, το χούφτωμα ήταν αδιάκριτο και επίμονο. Στιγμιαία σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια, κοίταζε τριγύρω να δει μήπως κάποιος τους κοιτάζει. «Δε θέλω» ψιθύρισε τρομαγμένα. Το ύφος της δεν ήταν πια χαρούμενο, δεν ήταν χαμογελαστό. Περίμενε ίσως να της πει «δεν πειράζει».

Δε θυμάται πώς βρέθηκε στο διαμέρισμά του. Ποτέ δε θυμήθηκε πώς την έπεισε να να βρεθεί σε ένα μικροσκοπικό σαλόνι, πίνοντας ουίσκι με πάγο, πώς ξαφνικά βρέθηκε γυμνή από τη μέση και πάνω να δέχεται αμήχανα τα προκλητικά του χάδια, να την ξαπλώνει με δύναμη, να της πειράζει τα στήθη με τα χέρια του με το στόμα του, μέχρι που κατέληξε στα στήθη αυτά να βγάλει όλη του την ικανοποίηση. Δε θα ξεχάσει τη ματιά στο βλέμμα του. Είχε πάψει πια να είναι το γλυκό γοητευτικό αγόρι της καθημερινότητας, το στιλάτο, το αστείο. Ένα τέρας ήταν. Όχι. Δεν ήθελε την παρθενιά της, μόνο μια γρήγορη ικανοποίηση.

Ήξερε πως τα αγόρια συνοδεύουν τα κορίτσια το βράδυ όταν επιστρέφουν από την έξοδο. Από σεβασμό και επιβεβαίωση ότι έφτασαν καλά. Εκείνος απλά τη χαιρέτησε και την έβγαλε από το σπίτι του. Πήρε μόνη της το τρένο και γύρισε σπίτι με τα πόδια μετά. Μόνη, φοβισμένη, προβληματισμένη. Δεν έκλαψε ποτέ για αυτό.


ADVERTISEMENT

Γυρίζοντας σπίτι πήγε στο μπάνιο και κοίταξε τον εαυτό της στο καθρέφτη. Ένιωσε το βλέμμα της κενό. Τα μαλλιά της δεν ήταν τόσο ανακατεμένα αλλά φαίνονταν αλλαγμένα. Αισθανόταν βρώμικη στο σώμα. Σαν μία λιπαρή ουσία να την είχε καλύψει από την κορφή ως τα νύχια, έντονη και απωθητική. Μύριζε την κολόνια του. Έβγαλε το μισητό πουκάμισο από πάνω της. Δεν το ξαναφόρεσε ποτέ ξανά. Έκανε ένα γρήγορο μπάνιο. Ήταν Ιούνης και έκανε ζέστη. Βγαίνοντας από το μπάνιο αισθάνθηκε πιο καθαρή. Αλλά άδεια. Μέσα σε λίγες ώρες της έκλεψαν το χαμόγελο, την ενέργεια, τη ζωντάνια. Έγινε ζωντανός νεκρός απλά και γρήγορα.

Έπεσε για ύπνο. Ήθελε μόνο να ξεχάσει. Αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει. Τι να ξεχάσει, το αποκρουστικό βλέμμα και τις κινήσεις του, αυτό το χέρι με το ρολόι, οι ανάσες του και η φονική αναμονή να τελειώσει το μαρτύριο; Ήταν εφιάλτης μόνιμος στο μυαλό της. Και αυτή ένα κορίτσι που υπέφερε, χαμένη, κενή, παγωμένη. Μία κατάψυξη όπου τα συναισθήματα διαλύονταν μέρα με τη μέρα.

Τον έβλεπε καθημερινά και αναπόφευκτα στη δουλειά. Χαμογελαστός, με αντιπαθητικά μάτια που έλαμπαν. Ένας απεχθής, ολοένα πιο μισητός, αηδιαστικός νεαρός. Ναι αυτό ήταν το συναίσθημα. Αηδία. Κι αυτή ένα τρόπαιο, μισοκερδισμένο.

Πονεμένο ήταν το άβγαλτο κορίτσι. Το τηλέφωνο στο σπίτι χτυπούσε καθημερινά συγκεκριμένη ώρα. Αλλά δεν απαντούσε. Ήθελε να την κουράσει κι άλλο ψυχολογικά, να την πιέσει, ορεξάτος, άπληστος. Θρασύς και επικίνδυνος μέσα από την στολή του καλού παιδιού των 24 χρόνων. Ποιος θα πίστευε άραγε πως αυτό το καλό παιδί της συμπεριφέρθηκε σαν να ήταν μηδαμινή;

Έτσι έμεινε σιωπηλή και κλεισμένη, σε ένα δωμάτιο, παίρνοντας κιλά για πολλούς μήνες. Δεν ήθελε να τον ξαναδεί. Και αυτό ήταν αδύνατο. Το ραντεβού αυτό ήταν μια ταινία που έπαιζε κάθε βράδυ. Δεν το είχε ονειρευτεί έτσι. Τα αγόρια σίγουρα δεν κάνουν έτσι. Ή μήπως έτσι κάνουν;

Μέσα στην ανασφάλεια και το φόβο, ζούσε μία καθημερινή κόλαση. Ίσως και σε κάποιο διάδρομο να της «ζήτησε και τα ρέστα» προκλητικά που δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά του. Κάτι θυμάται αμυδρά. Μέχρι που σταμάτησε να τηλεφωνεί.
Ξαφνικά μία μέρα έγινε ένα θαύμα. Αυτό θυμάται μόνο. Δε θυμάται πώς. Ίσως έτσι ξύπνησε. Δε μίλησε ποτέ σε κανέναν για αυτό. Απλά βγήκε από μέσα της μία ανάσα. Είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Και ονειρεύτηκε πάλι. Είδε ότι ήταν λεπτή, με επιμελημένα φρύδια και ωραία μαλλιά. Και αποφάσισε να αλλάξει. Να γίνει γυναίκα. Κι έγινε. Το χαμόγελο επέστρεψε μαζί με το χιούμορ. Αξία είχε μόνο εκείνη πια. Η παρουσία του με τον καιρό έπαψε να την ενδιαφέρει.

Αυτός όμως αντιλήφθηκε τις αλλαγές της και θέλησε να δοκιμάσει ξανά την τύχη του στα τηλεφωνήματα.
«Μπα, επιτέλους το σήκωσες το ρημάδι μετά από τόσους μήνες!»
«Τι να κάνουμε δεν είχαμε όρεξη να μιλάμε σε ανεπιθύμητους!»
«Και τώρα έγινα επιθυμητός?»
«Τώρα ήρθε η ώρα να σε στείλω. Δεν αξίζεις ούτε διάλογο να κάνουμε. Το νου σου όμως. Άλλη δε θα κοροϊδέψεις όπως εμένα. Έχω κι εγώ το νου μου. Και ξέρω πού μένεις!»

Δύο χρόνια μετά το κορίτσι γνώρισε τον πρώτο της πραγματικό έρωτα. Κάποια στιγμή είδε και εκείνον με μια κοπέλα. Τους είδε χαρούμενους. Αναρωτήθηκε αν στην κοπέλα αυτή εμφανίστηκε ιππότης. Ίσως τελικά να ήταν καλό παιδί. Δαίμονας που μετατράπηκε σε άγγελο. Αστεία σκέψη της φάνηκε. Προσπέρασε.

Πηγή: thebluez.gr

Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ