fbpx

Βάρυνα…

| 17 Απριλίου 2014
ADVERTISEMENT

Ο θείος μου έχει κάποιο είδος πνευμονοπάθειας, δεν ξέρω ακριβώς, που τον έχει καθηλώσει αιχμάλωτο μέσα στο ίδιο του το σπίτι.
Μπορεί να βγει από την πίσω εσωτερική αυλή μέχρι την μπροστά μικρή βεράντα στο ισόγειο των εργατικών κατοικιών, σε μια μεγάλη επαρχιακή πόλη μπαρουτιασμένη από ναρκωτικά και ανεργία.

Και αυτό γιατί κουβαλάει μαζί του μία συσκευή οξυγόνου με καλώδιο.  Γυρίζει από δωμάτιο σε δωμάτιο με τα πόδια πρησμένα από αγγειακά προβλήματα, έτσι όπως μάλλον γυρίζουν οι ελέφαντες στα κλουβιά του ζωολογικού κήπου του Βελιγραδίου – και λέω Βελιγραδίου γιατί εκεί μου έχει πει η φίλη μου ότι έχει έναν τρισάθλιο και μίζερο ζωολογικό κήπο που τον επισκέπτεσαι μόνο για να ψάξεις να βρεις τρόπο εφάμιλλο του σχεδίου στο Prison Break και να ανοίξεις τα κλουβιά.
Ο θείος μου σκέφτεται το ορεινό χωριό του και βάζει τα κλάματα.


ADVERTISEMENT

Πήγαινε καμια δυο φορές το χρόνο, ξάπλωνε κάτω από τα πλατάνια και βύθιζε τα χέρια του στο παγωμένο νερό.  Δεν του έχει μείνει τίποτα εκτός από ερείπια και σε κάθε του επίσκεψη τα τελευταία χρόνια κουβαλούσε μαζί του μία πέτρα από το σπίτι που έμενε μικρός και την έστηνε έξω από το δωματιάκι του στην εσωτερική αυλή της εργατικής κατοικίας στη μεγάλη επαρχιακή πόλη – το υπόλοιπο σπίτι το είχε παραχωρήσει στην κόρη, τον άνδρα της και τον εγγονό τους.

Βάζει τα κλάματα γιατί μάλλον δεν μπορεί να το επισκεφθεί ξανά, με τους πνεύμονες διαλυμένους και τα πόδια που δεν υπακούουν, αυτή η εκδρομή ήταν όλη του η αναπνοή, και τώρα του τη φυλάκισε αυτή η σιχαμένη συσκευή οξυγόνου μέσα της για πάντα και ξυπνάει τα βράδια κάθιδρος για να σιγουρευτεί ότι δεν έχει χάσει και την κανονική του ανάσα.
Έχει απομείνει μόνος του με το κωλόκουτο.

‘Οταν γνώρισε τη θεία μου σ’εκείνο το χωριό με τα πλατάνια και τα ποτάμια, και μία ομορφιά μυρωδιών που προσπάθησα να νιώσω πριν από 25 χρόνια για μια φορά που το επισκέφθηκα αλλά δεν – γιατί ξέρεις, δεν είναι μόνο οι μυρωδιές και οι εικόνες, αλλά οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους και εγώ τότε περίπου έφηβη μόνο ως χάσιμο χρόνου μπορούσα να τα μεταφράσω όλα αυτά – ήταν κοντά στα 15 και ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα.  Η θεία μου ένα χρόνο μικρότερη, τον καψουρεύτηκε από τότε – ξεπεταγμένη η θεία – και κάπως “κλέφτηκαν” λίγο αργότερα.  Λέω “κάπως” γιατί οι οικογένειες δεν φρίκαραν εντελώς, οπότε όλα καλά για τους δυο τους.  Η περιγραφή που γινόταν πάντα για την θεία μου ήταν ότι είχε μάγουλα κατακόκκινα σαν κεράσια και μια μακριά, σφιχτή, ξανθιά πλεξούδα ως τα οπίσθια.  Για κάποιο λόγο μέχρι να πεθάνει, επειδή ήταν και κοντογλυκούλα, τη φανταζόμουν στα νιάτα της σαν τη Στρουμφίτα.
Α ναι, πέθανε.
Πριν από δεκαπέντε περίπου μέρες περίπου.


ADVERTISEMENT

Ταλαιπωρημένη όσο δεν έπαιρνε άλλο, με μη αναστρέψιμη “διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια” (καλά, τύφλωση είναι αυτό μην το ψάχνετε) και καρκίνο σε όλο της το σώμα.  Ναι εντάξει κοπελιά, τίποτα άλλο είχαν πάθει ή πλάκα μας κάνεις; Είχαν πάθει και άλλα που δεν τα αναφέρω για να μη γίνω μελό και όχι, κανένα αστείο δεν είχε η φάση τους.  Μα κανένα.
Μέσα σε όλο αυτό, με μια ζωή γεμάτη αρρώστιες, μεγάλη οικονομική δυσχέρεια και προβλήματα, να πως η ουσία της ύπαρξής σου μένει να ορίζεται από τις αναμνήσεις των άλλων.

Στο μυαλό μου θα έχω για πάντα το πιο γελαστό και αστείο ζευγάρι θείου θείας που γνώρισα (και πίστεψέ με έχω παραδείγματα, έχουν αρκετά αδέλφια οι γονείς μου στο σύνολο), εκείνους που με το που μάθαιναν ότι θα τους επισκεφθούμε τα ανίψια και θα κοιμόμασταν και κανα δυο βράδια, γέμιζαν το πάνω ντουλάπι της κουζίνας με όλα τα απαγορευμένα, μας έστρωναν τα πιο μοσχομυριστά σεντόνια στους καναπέδες, και άφηναν την αγαπημένη γάτα του καθενός από την αυλή να γουργουρίσει πάνω τους με την δικαιολογία “ε αφού τα παιδιά τις αγαπάνε” και ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού σε εμάς που τρέχαμε να παίξουμε ελεύθεροι στην πλατεία και να μην γυρίσουμε αν δεν πάει τουλάχιστον μεσάνυχτα.

Ωραίο όλο αυτό ε, ωραίο και ότι τα τελευταία χρόνια, εκεί που οι αρρώστιες τους έκλειναν, τους καθήλωναν και τους διέλυαν, δεν τους είχα δει σχεδόν καθόλου, παρά μόνο για να τους πηγαινοφέρνω με τη μαμά μου σε κάτι ιατρικά ραντεβού στην Αθήνα.  Το γνωστό, πείθεις τον εαυτό σου ότι θέλει αλλά δεν μπορεί, γιατί κάνεις δική σου οικογένεια και ξεχνάς, σαν το χάμστερ που στροβιλίζεται αδιάκοπα στον τροχό του.  Και έτσι όπως στροβιλίζεσαι όλα γύρω σου περνούν με ρυθμούς ξέφρενους και – λανθασμένα νομίζεις –  άφθαρτους.

Ο θείος μου και η θεία μου χώρισαν με μη αναστρέψιμο τρόπο, πριν από δεκαπέντε μέρες περίπου, μετά από εξήντα χρόνια.
Και ενώ το τέλος της κάπως όλοι, η μαμά μου, η οικογένειά της, τα άλλα αδέλφια, τα ανίψια που τους έκανε όλα τα χατίρια στις διακοπές, το είχαμε χωνέψει, αυτόν εδώ τον αποχαιρετισμό δεν θα τον χωνέψει ποτέ κανείς.
Αυτή τη στάση της νεκροφόρας έξω από την πόρτα του σπιτιού των εργατικών κατοικιών με την μικρή βεραντούλα και την εσωτερική αυλή με το ένα δωματιάκι, τις πέτρες από το χωριό, την μία γάτα που απέμεινε και το κουτί με το οξυγόνο, δεν θα τη ξεχάσει ποτέ κανείς.

Εκεί έγειρε ο θείος μου για να την χαιρετήσει, με το καλώδιο να κρέμεται από τα ρούχα του, τα πόδια πρησμένα χωμένα σε παντόφλες, παπούτσια δεν του χωράνε, ένα πουλόβερ και μία φόρμα γιατί μόνος του δεν μπορεί να αλλάξει και ποιος να πρωτοτρέξει πού μια τέτοια μέρα σκοτεινή, εκεί, έτσι, σταμάτησε το βλέμμα του πάνω στη νεκροφόρα και σκέπασε το όμορφο πρόσωπο με τα χέρια του.  Ανίκανος, ανήμπορος για οτιδήποτε άλλο, μόνος πραγματικά για πρώτη φορά στη ζωή του. Δεν είδαμε κηδεία και δεν νιώσαμε θλίψη γιατί πριν από όλα αυτά προλάβαμε στη διάρκεια μιας στάσης λίγων λεπτών να καταλάβουμε τι σημαίνει συντριβή.

Αναρωτιέμαι αν είναι άδικο μια ζωή γεμάτη αγάπη να ολοκληρώνει τον κύκλο της με τόσο πόνο, από την άλλη στον θάνατο δε γίνεται να μη ζήσεις πόνο, το στοίχημα μάλλον είναι να καταφέρεις να τον βιώσεις αφοσιωμένος, όρθιος, με μία αμυδρή ελπίδα για ζωή.  Δεν ξέρω πόσο θα αντέξει να ξαπλώνει ο θείος μόνος του τα βράδια με αμετάκλητη συντροφιά το κουτί, το καλώδιο και μία γάτα.

Δεν ξέρω αν θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει τη στάση του φέρετρου έξω από την πόρτα του σπιτιού του, εκεί μέσα που σφραγίστηκαν εξήντα χρόνια αληθινής αγάπης, ελπίζω μόνο σε κάποιο διάστημα η ανάμνηση από την γυναίκα του να μην είναι αυτή, αλλά τα κατακόκκινα μάγουλα και η μακριά κοτσίδα.  Και η αγάπη.

Πηγή: http://not-just-mums.blogspot.gr/

Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ