fbpx

Ο πατέρας μου, μου ζήτησε πονηρή χάρη για να ξεπληρώσω το χρέος μου!

| 25 Μαΐου 2016
ADVERTISEMENT

Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα στη δεκαετία του ενενήντα. Ήμουν δεκαεπτά και ήταν περισσότερο από δύο δεκαετίες μεγαλύτερος. Όλοι τον ήξεραν από τη δουλειά του στο νοσοκομείο της περιοχής, ως έναν επαγγελματία με υψηλό μορφωτικό επίπεδο.

Αν και δεν ήταν ο βιολογικός μου πατέρας, με είχε μεγαλώσει από παιδί και η παρουσία του σήμαινε πολλά για μένα. Λαχταρούσα να είναι περήφανος για μένα και να με αγαπά, όπως αγαπούν οι μπαμπάδες τα μικρά κορίτσια τους. Αλλά όλα άλλαξαν εκείνη την ημέρα.


ADVERTISEMENT

Ήταν η πρώτη χρονιά που ζούσα μόνη με τον γιο μου, ο οποίος μπορούσε μόλις και μετά βίας να περπατήσει και προσπαθούσα να τα βγάλω πέρα, με 300 ευρώ το μήνα. Περιττό να σας πω,ότι για πολλοστή φορά μου έκοβαν το ρεύμα.Εκείνη την ημέρα, δεν είχα άλλη δύναμη. Χρειαζόμουν βοήθεια, έτσι απευθύνθηκα στο μόνο πρόσωπο που ένιωθα πως μπορούσα να εμπιστευθώ: τον μπαμπά μου.

Αν και ένιωθα αμηχανία, κατάπια την υπερηφάνεια μου και τον κάλεσα. Η φωνή μου έτρεμε καθώς του μιλούσα
“Γεια σου μπαμπά, χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Μου έκοψαν το ρεύμα.”
“Πόσα χρειάζεσαι;” με ρώτησε αναστενάζοντας. Του είπα και στη συνέχεια ακολούθησε παύση.
“Δεν έχω τα χρήματα τώρα, αλλά θα στα δώσω πίσω με την πρώτη ευκαιρία” συνέχισα.
“Μην ανησυχείς για αυτό, παλιόπαιδο. Σε μια ώρα θα σου φέρω τα χρήματα και θα πάμε να πληρώσουμε το ρεύμα” με καθησύχασε.

Το άγχος μου υποχώρησε. Με έσωσε και πάλι, όπως πολλές φορές στο παρελθόν. Μπορούσα να βασιστώ επάνω του. Ήταν ο πατέρας μου, άλλωστε. Γιατί δεν μπορούσα να τον εμπιστευτώ;


ADVERTISEMENT

Με έβλεπε να μεγαλώνω από την εποχή που ήμουν τριών ετών. Με νανούριζε τη νύχτα, με σκούπιζε όταν έκανα την ανάγκη μου και σκούπιζε τα δάκρυα μου όταν έκλαιγα. Τον αγαπούσα, αλλά σύντομα, είδα πως εκείνος με αγαπούσε πολύ διαφορετικά.

Ακριβώς στην ώρα του, έφτασε στο διαμέρισμά μου και κόρναρε. Από την χαρά μου που τον είδα, πήδηξα μέσα στο αυτοκίνητο και τον φίλησα στο μάγουλο.

“Ευχαριστώ, μπαμπά. Υπόσχομαι ότι θα στα δώσω πίσω”.
“Μην ανησυχείς για αυτό” επανέλαβε και γέλασε.
Κοίταξα έξω από το παράθυρο, καθώς ο ίδιος σιγοτραγουδούσε μια μελωδία. Η διαδρομή ήταν σύντομη. Πλήρωσε το λογαριασμό, αλλά έπρεπε να περιμένω μερικές ώρες για να επανασυνδεθεί το ρεύμα. Προσφέρθηκε να με πάρει στο σπίτι του να περιμένω. Δέχθηκα.
“Σε ευχαριστώ, μπαμπά. Το εκτιμώ πραγματικά. Θα σου τα επιστρέψω το συντομότερο” του είπα.
“Ξέρεις, σκέφτηκα έναν τρόπο για να με ξεπληρώσεις”
“Εντάξει, πώς;” απάντησα με ένα μικρό χαμόγελο.

Η παύση του έκανε τα πράγματα παράξενα. Ένιωσα τα πάντα να κινούνται σε αργή κίνηση. Τον περασμένο χρόνο, προσπάθησε να μου δείξει μερικές φωτογραφίες που ήταν κρυμμένες πάνω από το ντουλάπι της κουζίνας. Τις κατέβασε, αλλά προφανώς άλλαξε γνώμη την τελευταία στιγμή. Ένιωθα τις ίδιες πεταλούδες στο στομάχι μου.
Τραύλισε, «Εγώ … εγώ …”
Τα μάτια μου ήταν κολλημένα στα χείλη του, “Τι, μπαμπά;” γέλασα νευρικά.
Ήταν σιωπηλός για μια ακόμη φορά,καθώς έμπαινε στον δρόμο του και πάρκαρε το αυτοκίνητο. Με κοίταξε με ένα στραβό χαμόγελο και στη συνέχεια είπε:
“Αναρωτιέμαι μήπως μπορείς να μου κάνεις στοματικό έρωτα!”.

Ένιωθα αηδία. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. “Τι;!”
Με δυσκολία μπορούσα να αναπνεύσω.

Επανέλαβε και αυτή τη φορά η φωνή του ήταν πιο σταθερή καθώς ρώτησε “αναρωτιέμαι μήπως μπορείς να μου κάνεις στοματικό έρωτα!”. Δάκρυα κύλισαν στα μάγουλά μου, όπως έψαχνα τον πατέρα μου στα μάτια του. Ποιος ήταν αυτός ο ξένος; Ήθελα να του ρίξω μπουνιά, αλλά ο πόνος μου με κατέβαλε. Έμεινα ακίνητη. Τελικά, ο θυμός φούντωσε μέσα μου και ούρλιαξα. “ΌΧΙ!”

Προσπάθησε να εξηγήσει, αλλά δεν μπορούσα καν να τον κοιτάζω πια.Ήθελα να ξεφύγω από τον άνθρωπο που μέχρι τώρα αποκαλούσα ”μπαμπά μου”. Άρπαξε το χέρι μου. Του ξέφυγα και πήδηξα έξω από το αυτοκίνητο. Έτρεξε πίσω μου.

“Περίμενε κορίτσι μου, συγγνώμη!” φώναξε αλλά ήταν πολύ αργά. Η κοπέλα που έβλεπε να μεγαλώνει εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι.
«Τι έκανα; Γιατί μου το είπες αυτό;” Ούρλιαξα.
“Λοιπόν …” έκανε μια παύση. “Η μαμά σου μου είπε κάποια πράγματα για σένα.”
Και πάλι, η ίδια μου η μάνα, με είχε προδώσει. Φαίνεται ότι δεν άντεχε το γεγονός πως με αγαπούσαν όλοι. Τώρα μου είχε πάρει τον μόνο μπαμπά που ήξερα. Την μισούσα.
“Τι θα μπορούσε να σου έχει πει;” ρώτησα. Δεν είχε λόγια. Περίμενα. Ήθελα να ξέρω.
“Κοίτα, λυπάμαι.” Εκείνος με προσπέρασε και ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο. “Πρέπει να φύγω.” Μπήκε στο αμάξι του και έφυγε.

Με άφησε να στέκομαι εκεί, με την καρδιά μου τεμαχισμένη σε ένα εκατομμύριο κομμάτια.
Τα πράγματα δεν θα ήταν ποτέ πια ίδια.
Δεν ήταν διαφορετικός από τον άνθρωπο που με βίασε κάποτε ενώ κοιμόμουν. Ο πόνος ήταν ο ίδιος. Το σώμα μου ανατρίχιασε στη σκέψη εκείνου να μπαίνει μέσα μου.

Ήθελα να απαλλαγώ από τον πόνο, αλλά δεν είχα καμία διέξοδο.Με ένιωσε ποτέ σαν κόρη του ή απλά περίμενε να μεγαλώσω αρκετά για να με…; Με έβλεπε πάντα με αυτόν τον τρόπο; Γιατί σ’ εμένα;

Τα λόγια του κόλλησαν στο μυαλό μου. Ένιωσα βρώμικη. Ήθελα να ξεχάσω, αλλά δεν μπορούσα.

Το είπα την οικογένειά μου. Τον δικαιολόγησαν και στη συνέχεια,έκαναν σαν να μη συνέβη ποτέ. Με κατηγόρησαν. Είπαν ότι ντυνόμουν πολύ σέξι. Τους πίστεψα, αν και ήξερα ότι ήταν λάθος. Σταμάτησα να τους επισκέπτομαι. Μου είπαν να προσπαθήσω περισσότερο. Δεν μπορούσα πλέον να προσποιούμαι.

Τον μίσησα, αλλά εκείνους τους μίσησα περισσότερο για τη υποστήριξη στην τερατώδη συμπεριφορά του. Έχασα τον εαυτό μου εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα. Τα συντρίμμια της ψυχής μου παραμένουν. Κανείς δεν λέει ούτε μια λέξη για εκείνη την ημέρα.

Η τρυφερότητα μου χάθηκε στην αρρώστια του. Υποθέτω ότι είναι πιο εύκολο να κατηγορούμε το θύμα.

Πηγή: http://www.yourtango.com/

Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ