fbpx

Με ποιον θα μείνουν τα παιδιά; Υπέρ, κατά και γκρίζα σημεία της συνεπιμέλειας

| 16 Δεκεμβρίου 2020
ADVERTISEMENT

Με αφορμή το επικείμενο νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια τέκνων, πολλοί σύλλογοι μπαμπάδων –με την ευρεία στήριξη μαμάδων και γυναικών εν γένει– τάσσονται υπέρ των προωθούμενων αλλαγών, ζητώντας να αποκατασταθεί μια αδικία δεκαετιών, που αποκλείει τον έναν γονέα από την ανατροφή του παιδιού, δίνοντας στον άλλον την αποκλειστική επιμέλεια. Την ίδια στιγμή, οργανώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών κάνουν λόγο για ένα πρόχειρο νομοσχέδιο που θα δυσχεράνει τη θέση της μητέρας εντός κι εκτός γάμου, με επιπτώσεις στην ψυχική υγεία του παιδιού.

Της Δέσποινας Μαραγκουδάκη
Για το https://insidestory.gr/


ADVERTISEMENT


Με δυο λόγια
Μέχρι στιγμής, ό,τι γνωρίζουμε για το νομοσχέδιο προέρχεται από διαρροές και δηλώσεις του υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα, καθώς ακόμα δεν έχει κατατεθεί σε δημόσια διαβούλευση. «Όλοι μας λίγο ή πολύ είμαστε κοινωνοί μιας πραγματικότητας, που πολλές φορές τα παιδιά εργαλειοποιούνται, γίνονται το αντικείμενο ουσιαστικά της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο χωρισμένων γονιών και βεβαίως αυτό από μόνο του σαν γεγονός προβάλλει την πολύ μεγάλη ανάγκη να προβούμε σε μία νομοθέτηση, η οποία θα έχει σαν κύριο στόχο, σαν βασική μέριμνα τη διαφύλαξη του συμφέροντος του παιδιού», είπε ο υπουργός Δικαιοσύνης στην ΕΡΤ στις 26 Νοεμβρίου.

Ταυτόχρονα επισήμανε ότι «μέσα από μια πολύ μεγάλη συζήτηση που έχει προηγηθεί για σχεδόν ένα χρόνο και μετά από μια διαβούλευση που έχει υπάρξει μεταξύ εμού και των πολιτικών κομμάτων, αλλά βεβαίως και όλων των φορέων, οι οποίοι έχουν κάποιο συγκεκριμένο ενδιαφέρον για την αλλαγή της συγκεκριμένης νομοθεσίας, επιχειρούμε για πρώτη φορά να αλλάξουμε τη βασική φιλοσοφία, ώστε μετά τη διάσταση των γονέων να περάσουν από τη μονοδιάστατη άσκηση της γονικής μέριμνας από τον ένα γονέα, στην από κοινού πλέον άσκηση και από τους δύο γονείς, πάντοτε με βάση το πραγματικό συμφέρον του παιδιού».

Ο υπουργός τόνισε ότι βασικό σημείο του νόμου είναι κατά τη γνώμη του αυτό που αφορά τον ελάχιστο χρόνο επικοινωνίας του τέκνου με τον κάθε γονιό, που δεν μπορεί να είναι μικρότερος από το 1/3 του συνολικού χρόνου επικοινωνίας. «Εμείς θέλουμε να δημιουργήσουμε μιαν άλλη κουλτούρα, από τη στιγμή που υπάρχει το ελάχιστο μαχητό τεκμήριο της επικοινωνίας, να προσπαθούν οι δύο γονείς να τα “βρίσκουν” μεταξύ τους και να μην φτάνουμε στο σημείο το παιδί να μεγαλώνει χωρίς τη φυσική παρουσία και των δύο γονιών».


ADVERTISEMENT

Οι βασικές αλλαγές σύμφωνα με το προσχέδιο του νέου νόμου

 
  • Καθιέρωση του τεκμηρίου του χρόνου επικοινωνίας του γονέα που δεν διαμένει με το παιδί του, ο οποίος δεν μπορεί να είναι μικρότερος από το 1/3 του συνολικού χρόνου επικοινωνίας
  • Υποχρεωτική συνεπιμέλεια – Να ασκείται από κοινού η γονική μέριμνα: νομική εκπροσώπηση παιδιού, διαχείριση περιουσίας του, επιμέλεια. Όπου επιμέλεια σημαίνει: μέριμνα για μόρφωση, ανατροφή, εκπαίδευση, επιλογή τόπου κατοικίας (όχι μόνο με την οικονομική στήριξη, αλλά και με συμμετοχή στις επιλογές)
  • Καθιερώνεται για πρώτη φορά ο όρος της «γονικής αποξένωσης»
  • Θεσμοθέτηση ενός ειδικού διαμεσολαβητή μεταξύ των γονέων
  • Η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας ορίζεται ακόμα και στην περίπτωση που δεν υφίσταται γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης, αλλά υπάρχει εκούσια αναγνώριση του παιδιού ή αναγνώριση μετά από δικαστική απόφαση με αίτηση του πατέρα

Πηγή: dikastiko.gr

Εμείς μιλήσαμε με ψυχολόγους, δικηγόρους, μαμάδες, μπαμπάδες και παιδιά, σε μια προσπάθεια όχι μόνο να καταγράψουμε τις υπάρχουσες απόψεις, αλλά να βρούμε ποια είναι τα δύσκολα σημεία, που ναρκοθετούν τον δημόσιο διάλογο.

Τι συμβαίνει σήμερα στα δικαστήρια και στην κοινωνία
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2017 τα διαζύγια –τα οποία έχουν αυξητική τάση την τελευταία δεκαετία– έφτασαν τα 19.190 και ο αριθμός των τέκνων αυτών των γάμων ανέρχεται σε 25.025 (16.103 ανήλικα και 8.922 ενήλικα). Όπως αναφέρεται σε εμπειρική έρευνα σχετικά με τις στάσεις και τη νομική διάσταση για το θεσμό της συνεπιμέλειας στην Ελλάδα, «στη συντριπτική πλειοψηφία η επιμέλεια ανατίθεται στη μητέρα σε ποσοστό 90,6%, ανεξάρτητα από το φύλο ή την ηλικία του παιδιού, ενώ ο πατέρας είτε δεν τη διεκδικεί, είτε φέρεται να συμφωνεί στην ανάθεσή της ή έχει συναινέσει προηγουμένως στο ιδιωτικό συμφωνητικό συναινετικού διαζυγίου».

Οι γονείς που παίρνουν διαζύγιο έχουν βέβαια τη δυνατότητα να ασκήσουν την από κοινού επιμέλεια των παιδιών τους. Όμως «παρά το γεγονός ότι καταρχήν τα ελληνικά δικαστήρια σημειώνουν την προτεραιότητα της επιλογής της έννοιας της κοινής επιμέλειας, δεν καταλήγουν σε αυτήν, αν οι διάδικοι δεν το επιθυμούν ρητά, με συνέπεια την διαμόρφωση μιας πάγιας αντίληψης των γονέων ότι την επιμέλεια τη δικαιούται δια νόμου μόνο ο ένας εξ αυτών», αναφέρει η έρευνα. Τα ελληνικά δικαστήρια δεν παίρνουν την πρωτοβουλία να προτείνουν συνεπιμέλεια, ακόμα κι όταν ζητούν και οι δύο γονείς την αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών τους. Συνήθως αυτό που γίνεται είναι: είτε ζητούν αποκλειστική και οι δύο γονείς και την παίρνει η μητέρα, είτε τη ζητά μόνο η μητέρα, την παίρνει και στη συνέχεια οι γονείς προχωρούν σε συνεννόηση μεταξύ τους ασκώντας άτυπη συνεπιμέλεια.

Ο Πρόεδρος Πρωτοδικών, Γεώργιος Πλαγάκος, περιγράφει σε τοποθέτησή του την κατάσταση: «Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων οι σύζυγοι που επιλέγουν το συναινετικό διαζύγιο δεν συμφωνούν στη συνεπιμέλεια των τέκνων τους, αλλά αποφασίζουν την άσκηση της επιμέλειας από τον έναν και τη ρύθμιση της επικοινωνίας με τον άλλο γονέα. Ως εκ τούτου, ο ένας αναλαμβάνει την άσκηση της επιμέλειας, ώστε αυτός να διαθέτει την εξουσία λήψης των σχετικών αποφάσεων, ο δε άλλος παρεμβαίνει στα μείζονα ζητήματα, όταν οι σχέσεις των πρώην συζύγων το επιτρέπουν και η σοβαρότητα των περιστάσεων το επιβάλλει. Η ανισότητα αυτή, στον βαθμό που υπάρχει ακόμη και σήμερα, οφείλεται στη νομολογιακή πρακτική και δεν ερείδεται στον νόμο, ο οποίος επιβάλλει την ισότητα και δεν απαγορεύει τη συνεπιμέλεια». Σύμφωνα με τον νομικό, αυτό που χρειάζεται είναι μεταβολή της νομολογίας και όχι της νομοθεσίας. «Αυτό σημαίνει, ότι απαιτείται –αν δεν υπάρχει– εξοικείωση των δικαστών με τα νέα κοινωνικά δεδομένα με σκοπό την πραγμάτωση της ισότητας. Αυτή η εξοικείωση επιτυγχάνεται με τη μεταβολή της διδασκαλίας στις νομικές σχολές, τη δημοσίευση και ευρεία κυκλοφορία των σχετικών επιστημονικών, νομικών και μη εργασιών, και της έστω περιορισμένης νομολογίας υπέρ της συνεπιμέλειας», αναφέρει.

Σε επιστολή που απέστειλε ο Συνήγορος του Πολίτη προς τον υπουργό Δικαιοσύνης τονίζει πως «η ισχύουσα νομοθεσία και η εφαρμογή της από τα δικαστήρια και τη δικηγορική πρακτική […] απέχουν από τις κατακτήσεις των περισσότερων ευρωπαϊκών νομοθεσιών, δεν διασφαλίζουν ικανοποιητικά την ενεργή και ουσιαστική παρουσία και των δύο γονέων στη ζωή του παιδιού μετά το διαζύγιο, κι επομένως στερούν από το παιδί τη δυνατότητα να εξακολουθεί να απολαμβάνει τις ψυχολογικές και συναισθηματικές σταθερές, που βίωνε κατά τη συμβίωση των γονέων του». Επίσης σημειώνει πως «η παγιωμένη πρακτική της ανάθεσης της άσκησης της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου στον έναν γονέα, καλλιεργεί σε αυτόν την πεποίθηση ότι η επιμέλεια αποτελεί ατομικό του δικαίωμα, το οποίο εκτείνεται μέχρι του σημείου του αποκλεισμού του άλλου γονέα από τη ζωή του παιδιού».

Βήμα προς τη θετική κατεύθυνση
Είναι γνωστό πως η παιδική φροντίδα αποτελεί μια δύσκολη και σημαντική μορφή εργασίας, η οποία εδώ και αιώνες δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια. Η βαθιά στερεοτυπική λογική θέλει τη μητέρα να μεγαλώνει το παιδί, ενώ ο πατέρας φροντίζει να μην του λείψει κανένα αγαθό, αποτελώντας τον οικονομικό πάροχο. Πάνω σε αυτές τις βάσεις έχουν ανατραφεί (και ανατρέφονται) χιλιάδες παιδιά, ενώ επί χρόνια αποτέλεσαν κοινό τόπο στις δικαστικές αίθουσες, με αποτέλεσμα ο πατέρας να θεωρείται λιγότερο κατάλληλος να αναλάβει την ανατροφή. Ο νόμος 1329 που ψηφίστηκε το 1983 εκσυγχρόνισε τη νομοθεσία προς την κατεύθυνση της ισότητας των δύο φύλων, όμως από τότε έχουν περάσει 37 χρόνια και σήμερα φαίνεται απαρχαιωμένος.

Η τελευταία αλλαγή στο Οικογενειακό Δίκαιο

 
Τελευταία αλλαγή στο Οικογενειακό Δίκαιο ήταν ο νόμος 1329/83 με τον οποίον η ελληνική νομοθεσία εκσυγχρονίστηκε και προσαρμόστηκε στην συνταγματική επιταγή της αρχής της ισότητας των δύο φύλων.

Ειδικότερα καταργήθηκαν:

  • η έννοια της πατριαρχικής οικογένειας, που αντικαταστάθηκε με την οικογένεια της ισότητας
  • ο θεσμός της προίκας

Ακόμα ορίστηκε ότι:

  • Και οι δύο σύζυγοι υποχρεώνονται να συμβάλλουν, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας.
  • Η γυναίκα διατηρεί το οικογενειακό της επώνυμο και μετά τον γάμο υποχρεωτικά.
  • Οι μελλόνυμφοι έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν πριν από τον γάμο το επώνυμο των παιδιών τους, που μπορεί να είναι είτε το επώνυμο του ενός των συζύγων είτε και των δύο.
  • Το 18ο έτος είναι ο χρόνος ενηλικίωσης των νέων και κατώτατο όριο για την τέλεση γάμου και για τα δύο φύλα.
  • Η ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών πρέπει να γίνεται χωρίς διάκριση φύλου.
  • Τα δικαιώματα των παιδιών που γεννήθηκαν «χωρίς γάμο» των γονιών τους είναι ίδια με τα δικαιώματα των παιδιών που γεννήθηκαν «μέσα στον γάμο». Ακόμα, ενισχύθηκε η νομική θέση της ανύπαντρης μητέρας.

Τέλος, κατοχυρώθηκε η δυνατότητα «αξίωσης συμμετοχής» του καθενός από τους συζύγους στην περιουσία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου, εκσυγχρονίστηκαν οι διατάξεις του διαζυγίου και θεσμοθετήθηκε το συναινετικό διαζύγιο.

Πηγή: Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων

Η Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία αναφέρει πως μια σύγχρονη ανασκόπηση 27 μελετών έδειξε ότι τα παιδιά ωφελούνται σημαντικά από τη συνεπιμέλεια. Όπως επισημαίνει «οι νέοι πατέρες στην Ελλάδα φαίνεται να εμπλέκονται περισσότερο στην ανατροφή των παιδιών τους, μεταξύ άλλων. Έτσι, σε πρόσφατη μελέτη του πανεπιστημίου Αιγαίου, το 73% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα θεωρεί ότι ο πατέρας είναι εξίσου ικανός με τη μητέρα στην ανατροφή/επιμέλεια των παιδιών, ενώ το 86% πιστεύει ότι το κράτος πρέπει να θεσπίσει νόμους για τη συνεπιμέλεια».

Η Μαριέττα Παπαδάτου-Παστού, επίκ. καθηγήτρια Νευροψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών μίλησε στο inside story εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους στηρίζει το καθεστώς συνεπιμέλειας που προωθεί το υπουργείο.

Σύμφωνα με την καθηγήτρια, ακόμα κι όταν η γονεϊκή σύγκρουση είναι σε υψηλά επίπεδα, είναι προς το συμφέρον του παιδιού να υπάρχει συνεπιμέλεια. «Υπάρχουν διάφορες μορφές συγκρούσεων», αναφέρει, τονίζοντας πως «η σύγκρουση είναι μέρος της καθημερινότητάς μας και μάλιστα φυσιολογικό μέρος της και δεν είναι επιθυμητό να θέλουμε να προστατεύσουμε τα παιδιά μας εντελώς από αυτήν. Κανονικά για τα παιδιά θα πρέπει να είναι μια ευκαιρία να δουν μια επίλυση της σύγκρουσης και στη συνέχεια την επούλωση των τραυμάτων και τη συμφιλίωση σε δεύτερο χρόνο. Διευκρινίζω ότι εδώ μιλάμε για τις συνηθισμένες, καθημερινές συγκρούσεις και όχι για περιπτώσεις βίας ή άλλης κακοποίησης».

Η κ. Παπαδάτου, η οποία συνυπογράφει το κείμενο-παρέμβαση των 57 γυναικών πανεπιστημιακών και ερευνητών σχετικά με το θέμα της συνεπιμέλειας, εξηγεί ότι πρόκειται «για ένα καθαρά φεμινιστικό αίτημα, διότι υποστηρίζει τη γυναίκα στο να έχει τον ελεύθερο χρόνο και την ενέργεια για να μπορέσει να επιστρέψει στη δουλειά της, να κάνει καριέρα, να αναπτύξει καινούργιες φιλικές, ερωτικές και συντροφικές σχέσεις».

Αλλά και όσον αφορά τον πατέρα, η καθηγήτρια νευροψυχολογίας μάς εξήγησε ότι πράγματι χρειάζεται να έχει πιο ισότιμο ρόλο και υπάρχουν τρόποι για να συμβεί αυτό. «Για παράδειγμα η άδεια πατρότητας λειτουργεί θετικά στην ενασχόληση του πατέρα με το παιδί μέχρι και την περίοδο της ενηλικίωσης, γιατί γίνεται πιο ευκρινής η ταυτότητα του άνδρα ως πατέρα κι επίσης και στα πρακτικά ζητήματα γίνεται καλύτερος». Είναι όμως η κοινωνία έτοιμη να δεχτεί τις αλλαγές που θα φέρει η συνεπιμέλεια; «Όταν ο νόμος έχει τη συνεπιμέλεια ως την πρώτη λύση, σιγά σιγά θα αλλάξουν και οι νοοτροπίες στην κοινωνία και οι δύο γονείς θα αντιλαμβάνονται διαφορετικά τον ρόλο τους, τόσο εντός του γάμου όσο και μετά τη λύση του. Πέρα από την περίοδο του θηλασμού (ευκρινής βιολογικός ρόλος) η μεγαλύτερη ενασχόληση της μητέρας με το παιδί είναι κοινωνικό φαινόμενο που οφείλεται στις κοινωνικές προσδοκίες και τα εργασιακά δεδομένα», λέει η κ. Παπαδάτου.

Τα «αγκάθια» στον νέο νόμο
Σύμφωνα με την έρευνά μας, η συντριπτική πλειοψηφία των δημόσιων τοποθετήσεων συγκλίνει στην επιλογή της συνεπιμέλειας ως σωστής πρακτικής για την ανατροφή ενός παιδιού. Οι διαφωνίες εστιάζουν στο κομμάτι της υποχρεωτικότητας. Σύμφωνα με δικηγόρο οικογενειακού δικαίου που μίλησε στο inside story υπό τον όρο της ανωνυμίας για λόγους προστασίας του επαγγέλματός της «το πρόβλημα υπάρχει στην υποχρεωτικότητα (σ.σ.: της συνεπιμέλειας, που προβλέπεται από το επικείμενο νομοσχέδιο) γιατί όταν έχεις ζευγάρια που δεν είναι ώριμα να επιλύσουν τις διαφορές από μόνα τους, βάζεις τον νόμο να το επιβάλλει. Οι ψυχολόγοι λένε ότι αυτό όντως τους προετοιμάζει να το έχουν στο μυαλό τους, από την άλλη μοιάζει να είναι και λίγο εκτός πραγματικότητας, γιατί τα ζευγάρια που δεν είναι αποφασισμένα να κάνουν στην άκρη τις διαφορές δεν θα το κάνουν ούτε στην περίπτωση της συνεπιμέλειας. Η υποχρεωτική συνεπιμέλεια στις χώρες στις οποίες έχει εφαρμοστεί έχει άλλα εχέγγυα και άλλες μορφές υποστήριξης».

Ειδικά στις περιπτώσεις που οι γονείς εμφανίζουν τον σκληρό εαυτό τους, είτε σε μια κατάσταση πρόσκαιρη λόγω του συναισθηματικού βάρους της περίστασης είτε σε μια στάση διαρκή που χαρακτηρίζει προσωπικότητες με ανωριμότητα και προβληματικές πτυχές, χρειάζεται προσοχή και στο ζήτημα της έμφυλης βίας, όπως επισημαίνουν γυναικείες οργανώσεις και φεμινιστικές συλλογικότητες.

Ειδικότερα, όπως σημειώνει η συλλογικότητα Συνέλευση 8 Μάρτη, «η υποχρεωτικότητα της συνεπιμέλειας θα κάνει ακόμα πιο δύσκολο για τις γυναίκες να βγουν από κακοποιητικούς γάμους (και συμβιώσεις), αφού η επαφή τόσο των ίδιων όσο και των παιδιών με το κακοποιητικό πλαίσιο θα συνεχίσει να υφίσταται, ενώ θα επωμιστούν και το υλικό βάρος της αναλογικής μείωσης της διατροφής η οποία προωθείται ως “λογική” στην υποχρεωτική συνεπιμέλεια, που φαίνεται ότι εισάγεται χωρίς άλλα κριτήρια». Πολλοί υπέρμαχοι της συναινετικής συνεπιμέλειας κάνουν λόγο για απουσία ενός προστατευτικού πλαισίου στο ζήτημα της κακοποίησης, καθώς μπορεί να υπάρχουν μορφές έμφυλης βίας που δεν είναι εύκολα αποδείξιμες. Η ψυχολογική βία και η οικονομική αποστέρηση είναι τέτοια παραδείγματα και στο νομοσχέδιο δεν περιγράφονται πρωτόκολλα που να περιλαμβάνουν κοινωνικές υπηρεσίες και συγκεκριμένες ενέργειες από την πλευρά του δικαστηρίου.

Ο Σύνδεσμος Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος, που τάσσεται υπέρ της συνεπιμέλειας ως καταλληλότερης μορφής ανατροφής, παράλληλα τονίζει ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός ωριμότητας των γονέων, η συγκρουσιακότητα μεταξύ τους, ο βαθμός συναισθηματικής διαθεσιμότητας, ενώ πρέπει να εξετάζεται και η γνώμη του παιδιού. Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που επισημαίνει ο Σύνδεσμος είναι η σύσταση οργανωμένης Κοινωνικής Υπηρεσίας στα Πρωτοδικεία της χώρας που θα αναλαμβάνει υποθέσεις συνεπιμέλειας. Οι συγκεκριμένες Κοινωνικές Υπηρεσίες θα έχουν ως αντικείμενο την αξιολόγηση των συνθηκών διαβίωσης του παιδιού και των αναγκών του, αξιολόγηση γονεϊκότητας, διενέργεια κατ’ οίκον επισκέψεων, δυνατότητα μετα-παρακολούθησης (follow-up) και αξιολόγηση με συγκεκριμένα εργαλεία του βαθμού λειτουργικότητας του πλάνου ανατροφής του παιδιού από τους γονείς του.

Οι ενώσεις μπαμπάδων και ο αγώνας για ίσο χρόνο με το παιδί
Σε ένα από τα σπάνια και πιο πετυχημένα παραδείγματα λόμπινγκ στην Ελλάδα εδώ και χρόνια, οι ενώσεις των μπαμπάδων κατάφεραν μετά από πολλή προσπάθεια να γίνουν δεκτές μια σειρά από παρεμβάσεις και προτάσεις στο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης. Πρόκειται για μια διευρυμένη ομάδα ανθρώπων, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, την οποία στηρίζουν διάσημοι παρουσιαστές, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες κι επιστήμονες, ενώ στο πλευρό τους στέκονται και πολλές γυναίκες που τάσσονται υπέρ του νομοσχεδίου. Κίνητρο των ενώσεων όπως η ΑΜΚΕ – Ενεργοί Μπαμπάδες, ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια (Ελληνικό Συμβούλιο Κοινής Ανατροφής) και η ΑΜΚΕ ΓΟΝ.ΙΣ. (Γονεϊκή Ισότητα), είναι η μεγαλύτερη παρουσία των μπαμπάδων στις ζωές των παιδιών τους, η συνεπιμέλεια, ο ίσος χρόνος με το παιδί, το αναφαίρετο δικαίωμα που έχουν τα ίδια τα παιδιά να ανατρέφονται και να υπάρχουν στην ζωή τους και οι δύο τους γονείς.

Το inside story μίλησε με τον Γιάννη Ζαχαράτο, μέλος των Ενεργών Μπαμπάδων και εργαζόμενο σε ναυτιλιακή εταιρεία, ο οποίος μας περιέγραψε τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπισε για να μπορέσει να μάθει πληροφορίες για το παιδί του, καθώς η μητέρα ενώ ήταν ακόμα έγκυος μετακόμισε σε άλλη πόλη (500 χλμ. μακριά) αφήνοντάς τον στο σκοτάδι. Όπως είπε ο ίδιος «έκτοτε κυνηγάω το παιδί μου. Στην Ελλάδα όταν είσαι μπαμπάς είσαι κατευθείαν ένοχος. Μετά από δύο χρόνια δικαστικών αγώνων για να μάθω για την υγεία του, τώρα ξεκίνησε ο Γολγοθάς ώστε να έχω χρόνο με το παιδί μου».

Ο Γ. Ζαχαράτος σημειώνει πως είναι άνιση η αντιμετώπιση των ελληνικών δικαστηρίων απέναντι στον πατέρα και επισημαίνει: «Η συνεπιμέλεια πρέπει να γίνει υποχρεωτική. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι υποχρεώνεις τον κακοποιητή γονέα να μπει στη διαδικασία της συνεπιμέλειας. Ούτε τον γονέα που είναι αμελής, που δεν είναι εντάξει στις υποχρεώσεις του. Άλλωστε ποιος γονέας που αδιαφορεί για το παιδί του, θα ενδιαφερθεί για συνεπιμέλεια; Υποχρεωτική να γίνει στις περιπτώσεις που ο ένας γονέας θέλει να εμπλακεί στη ζωή του παιδιού και ο άλλος το αρνείται».

Και τι συμβαίνει στις περιπτώσεις που η σύγκρουση είναι πολύ μεγάλη; ρωτήσαμε τον Γ. Ζαχαράτο και μας απάντησε: «Αυτό συμβαίνει ήδη σήμερα. Υπάρχουν δύο επιλογές: ή αφήνεις τους γονείς να σκοτώνονται πάνω από ένα παιδί για το υπόλοιπο της ζωής τους, μέχρι που ένας από τους δύο θα εγκαταλείψει, εγκαταλείποντας και το παιδί, ή τους βάζεις στο τραπέζι και λες “αυτά είναι τα δεδομένα”. Όταν κάποιος ξεκινάει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με το 50-50 δεν έχει λόγο να μπει σε συγκρούσεις. Οι διαφωνίες πηγάζουν από τη διαφορετική αντιμετώπιση δύο ίσων κατά τα άλλα ανθρώπων. Ο λόγος που εντείνονται οι καταστάσεις είναι επειδή υπάρχει ένα μέρος το οποίο έχει αναλάβει εξουσιακά την επιμέλεια ενός παιδιού και υπάρχει και η άλλη πλευρά που αδικείται, πιέζεται και παλεύει να διεκδικήσει χρόνο με το παιδί, δικαίωμα επικοινωνίας και ανατροφής. Αν εξισωθούν οι υποχρεώσεις, οι ρόλοι και οι ευθύνες, δεν θα υπάρχει αντικείμενο σύγκρουσης».

Ο διάλογος και η συνεργασία είναι πάντα η λύση
Η Δρ. Χριστίνα Δάλλα, αναπλ. καθηγήτρια Φαρμακολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, αποτελεί παράδειγμα επιτυχημένης άσκησης της συνεπιμέλειας (μάλιστα 50-50) με τον σύζυγό της, που όμως δεν έχει αποτυπωθεί στα χαρτιά. Μετά το συναινετικό διαζύγιο που εκδόθηκε το 2014, πήρε την αποκλειστική επιμέλεια της κόρης της μιας και η συμβουλή του δικηγόρου ήταν πως η συνεπιμέλεια «θα ήταν πιο πολύπλοκη διαδικασία». Στην πράξη, το παιδί είναι Τρίτη-Πέμπτη στη μαμά, Δευτέρα-Τετάρτη στον μπαμπά, τα Σαββατοκύριακα εναλλάξ. «Υπάρχουν λύσεις», σημειώνει η κ. Δάλλα, «το σημαντικό είναι το παιδί να έχει ένα πρόγραμμα».

Σύμφωνα με την καθηγήτρια, η οποία υπογράφει το κείμενο των 57 γυναικών πανεπιστημιακών και ερευνητών, «αν η συνεπιμέλεια ήταν το πρότυπο, οι γονείς δεν θα διαφωνούσαν όπως τώρα. Αν τη στιγμή που κάναμε παιδιά ξέραμε ότι η συνεπιμέλεια θα ήταν 50-50, θα μπαίναμε εξαρχής σε αυτή τη λογική. Κι εγώ χρειάστηκε να κάνω συμβιβασμούς, απλώς βάλαμε το συμφέρον του παιδιού μπροστά». Μάλιστα έχει ενδιαφέρον η άποψη της ίδιας της μικρής, η οποία αποτύπωσε σε βίντεο –τραβηγμένο με δική της πρωτοβουλία και στα δύο σπίτια– την εμπειρία της, κατόπιν συναίνεσης και των δύο γονιών της:

 

Δεν είναι όλα καλώς καμωμένα αυτή τη στιγμή και αυτό είναι γνωστό. Η πόλωση στον δημόσιο διάλογο, αν και κατανοητή, λειτουργεί παραλυτικά και η αλήθεια είναι πως το διακύβευμα είναι πολύ σημαντικό για να περιοριστεί σε έναν εμφύλιο απόψεων. Το ζήτημα δεν είναι να αποδειχθεί ποια «πλευρά» έχει δίκιο ούτε να διευρυνθεί ένα κλίμα ρεβανσισμού που διακατέχει το αδικημένο μέρος. Θα είχε επίσης ενδιαφέρον ένα προοδευτικό νομοσχέδιο που προωθεί αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο να περιλαμβάνει και το ζήτημα της υιοθεσίας τέκνων από ομόφυλα ζευγάρια, αφού έτσι κι αλλιώς γίνεται συζήτηση περί καταλληλότητας άσκησης γονεϊκών καθηκόντων με βάση επιστημονικές έρευνες αλλά και τα πετυχημένα παραδείγματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Εξάλλου, η καταγραφή της κοινωνικής πραγματικότητας και των κοινωνικών αναγκών είναι μια δυναμική και επιτακτική διαδικασία που έχει δείξει πως στην Ελλάδα του 2020 υπάρχει μεγάλος χώρος ώστε οι προκαταλήψεις, οι διακρίσεις και η βία να αποτελέσουν παρελθόν.

 

Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ