fbpx

Πώς επηρεάζει η απιστία, την υπόθεση του διαζυγίου

| 14 Απριλίου 2014
ADVERTISEMENT

Oι συνέπειες της απιστίας στο διαζύγιο είναι πλέον ελάχιστες αφενός μετά την κατάργηση της μοιχείας ως ποινικού αδικήματος (ήδη από το 1982) και αφετέρου μετά την αποσύνδεση του διαζυγίου από την υπαιτιότητα του εναγομένου  συζύγου. Το άρθρο 357 του Ποινικού Κώδικα καταργήθηκε, για την ακρίβεια του λόγου, με το ν. 1272/1982, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του συνόλου των διατάξεων του Οικογενειακού Δικαίου, παρά τις έντονες αντίθετες κοινωνικές και θρησκευτικές απόψεις που ακούστηκαν εκείνη την εποχή. Έκτοτε, η μοιχεία δεν αποτελεί πλέον ποινικά κολάσιμη και φέρουσα ιδιάζουσα ηθικοκοινωνική απαξία πράξη. Επίσης, στα πλαίσια του Αστικού (Οικογενειακού) Δικαίου, από την άλλη πλευρά, η μοιχεία πλέον έπαψε να αποτελεί απόλυτο λόγο διαζυγίου, εκτός αν κατατείνει σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης.

Με άλλα λόγια, αξίζει να σημειώσουμε, όπως προαναφέρθηκε, πρώτον πως δεν αποτελεί εγκληματική πράξη η μοιχεία και δεύτερον πως  από τη σκοπιά του οικογενειακού δικαίου χρειάζεται πια αντικειμενικός κλονισμός του γάμου κατά το άρθρο 1439 ΑΚ  παρ.  1 για το διαζύγιο με αντιδικία, γεγονός που σημαίνει πως ο κλονιστικός λόγος θα πρέπει να αφορά είτε τον εναγόμενο σύζυγο είτε και στους δύο συζύγους. Δε μπορεί να αφορά πάντως μόνο το σύζυγο που ζητεί το διαζύγιο π.χ. γιατί έχει ο ίδιος βρεί άλλο σύντροφο και γι’ αυτό θεωρεί ότι υπήρξε κλονισμός και κλυδωνισμός του γάμου του.


ADVERTISEMENT

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, ωστόσο, ακόμη και σήμερα η μοιχεία έχει κάποια  σημασία για τη στοιχειοθέτηση του ισχυρού κλονισμού του γάμου.

Σύμφωνα με το άρθρο 1439 ΑΚ, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Εφόσον ο εναγόμενος δεν αποδεικνύει το αντίθετο, ο κλονισμός τεκμαίρεται σε περίπτωση διγαμίας ή μοιχείας αυτού, εγκατάλειψης του ενάγοντος ή επιβουλής της ζωής του από τον εναγόμενο καθώς και σε περίπτωση άσκησης από τον εναγόμενο ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του ενάγοντος (αυτό σημαίνει πως αν αποδείξει ο αιτούμενος το διαζύγιο ότι συμβαίνει κάτι από αυτά και εφόσον όμως ο εναγόμενος δεν αποδείξει το αντίθετο, υφίσταται το δικαίωμα για διαζύγιο.)

Εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά στο πρόσωπο του ενάγοντος. Η συμπλήρωση του χρόνου διάστασης λογίζεται κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής και δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των συζύγων. Το ότι στη διετή διάσταση ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα σημαίνει ότι δε χρειάζεται ούτε και μπορεί να αποδείξει τίποτα κανείς απ’ τους δύο συζύγους εφόσον γίνει δεκτό πως έχουν συμπληρωθεί τα δύο έτη φυσικής και ψυχικής απομάκρυνσης.


ADVERTISEMENT

Ο ισχυρός κλονισμός τεκμαίρεται στις έξι συνολικά περιπτώσεις που προεκτέθηκαν στο κείμενο του νόμου (στις πρώτες πέντε πρόκειται για μαχητά τεκμήρια, ενώ στην έκτη περίπτωση της διετούς διάστασης πρόκειται για αμάχητο τεκμήριο). Αυτό σημαίνει πως αν αποδείξει ο ενάγων ότι συντρέχει ένας από τους λόγους αυτούς π.χ. μοιχεία ή ενδοοικογενειακή βία, δε χρειάζεται να αποδείξει και τον κλονισμό. Ένα από τα μαχητά τεκμήρια ισχυρού κλονισμού αποτελεί και η μοιχεία, η οποία είναι κατά το παλαιό κείμενο του ποινικού νόμου η σεξουαλική συνεύρεση του συζύγου με πρόσωπο εκτός γάμου. Σε επίπεδο αστικού δικαίου μάλιστα έχει κριθεί πως η μοιχεία μπορεί να συνιστά και προσβολή της προσωπικότητας του συζύγου – θύματος και έτσι να γεννά αξίωση αποζημίωσης για υλική ζημία και κυρίως χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη από τις διατάξεις περί προσβολής της προσωπικότητας και περί αδικοπραξίας. (αστικού αδικήματος).

Ως προς το αν ο απατηθείς σύζυγος δικαιούται κάτι περισσότερο υπό μορφής περιουσιακών στοιχείων ή διατροφής μετά το διαζύγιο, μόνο εκ του λόγου ότι απατήθηκε, η απάντηση είναι αρνητική. Για τη διατροφή μετά το διαζύγιο ισχύουν τα εξής κατά το άρθρο 1442 ΑΚ: εφόσον ο ένας από τους πρώην συζύγους δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα του ή από την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλον:
1. Αν κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επόμενες περιπτώσεις βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν επιτρέπει να αναγκαστεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση καταλλήλου εργασίας, ώστε να εξασφαλίζει απ’ αυτή τη διατροφή του
2. Αν έχει την επιμέλεια ανηλίκου τέκνου και γι’ αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος.
3. Αν δε βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση και στις δύο περιπτώσεις πάντως για ένα διάστημα που δε μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου
4. Σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση του διαζυγίου επιβάλλεται από λόγους επιείκειας.

Βασικές και αναγκαίες προϋποθέσεις, λοιπόν, του δικαιώματος λήψης διατροφής μετά το διαζύγιο αποτελούν η απορία και ανέχεια του δικαιούχου και η ευπορία του υπόχρεου σε συνδυασμό με μία από τις τέσσερις προαναφερθείσες περιπτώσεις. Ο απατηθείς δεν δικαιούται διατροφής ειδικά για το λόγο ότι απατήθηκε ούτε κάποιο περιουσιακό στοιχείο ή κάποια αποζημίωση μόνο και μόνο για αυτό, εκτός αν επικαλεστεί και αποδείξει προσβολή της προσωπικότητας του λόγω της απιστίας και αξιώσει αποζημίωση για υλική ζημία (λόγω π.χ. της απώλειας και εκροής χρημάτων που θα συνεισφέρονταν στις οικογενειακές ανάγκες προς το «τρίτο» πρόσωπο από το σύζυγο που απιστεί) και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη του (λόγω π.χ. της απομείωσης της αξιοπρέπειας και της ψυχοσυναισθηματικής υπόστασης του απατηθέντος) με βάση τις διατάξεις για την προσβολή της προσωπικότητας και την αδικοπραξία.

Τέλος, ως προς τις συνέπειες της μοιχείας στην επιμέλεια του τέκνου μετά το διαζύγιο, τα πάντα εξαρτώνται από το κατά πόσον η εξωσυζυγική σχέση του απιστήσαντος συζύγου έχει μαθευτεί από το παιδί και έχει ενδεχομένως κλονίσει τη σχέση του με τον απιστήσαντα γονέα. Σύμφωνα με το άρθρο 1513 ΑΚ σε περίπτωση διαζυγίου, η άσκηση της γονικής μέριμνας ορίζεται από το δικαστήριο με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου. Το δικαστήριο φυσικά συνεκτιμά τυχόν συμφωνίες των γονέων και τη σχέση του τέκνου με τον κάθε γονέα ή τα αδέρφια του.  Αν ο γονέας που απιστεί επικοινωνεί ουσιαστικότερα με το τέκνο και προσφέρει στο τέκνο καλύτερες οικονομικές και συναισθηματικές συνθήκες ανάπτυξης, τη δυνατότητα ομαλής εξέλιξης και ενίσχυσης της προσωπικότητάς και της αυτοπεποίθησής του, και τέλος ένα πιο ασφαλές και σταθερό περιβάλλον δράσης και διαβίωσης, τότε η άσκηση της γονικής μέριμνας και η επιμέλεια του παιδιού μπορεί να ανατεθεί σε αυτόν.

Το δικαίωμα επικοινωνίας με το γονέα που δε διαμένει με το τέκνο δεν επηρεάζεται ούτε αυτό από το γεγονός ότι αυτός είχε ενδεχομένως κατά το παρελθόν απιστήσει έναντι του συζύγου του, αφού υπερτερεί η ικανοποίηση του αισθήματος αγάπης μεταξύ γονέα και παιδιού και η αποφυγή της αποξένωσής τους, εκτός από τις ακραίες περιπτώσεις, όπου τα συναισθήματα του τραυματισμένου ψυχικά από την απιστία παιδιού απέναντι στο διαπράξαντα μοιχεία γονέα έχουν διαβρωθεί πλήρως και το έχουν ωθήσει σε μία σχέση αποστροφής και μίσους προς αυτόν που καθιστά κάθε επικοινωνία μαζί του ιδιαζόντως ψυχοφθόρα και αντίρροπη προς τα συμφέροντά του.

Λυδία Ζωγοπούλου-Δικηγόρος
Δικηγορικό Γραφείο

Eυγενίας Α. Φωτοπούλου 
Βασιλίσσης Σοφίας 6, T.K. 106 74 Αθήνα
Τηλέφωνα: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
Fax: 210 36 24 703
Email: info@efotopoulou.gr
Web: http://efotopoulou.gr/

Σε περίπτωση που έχεις οποιαδήποτε απορία για το θέμα, μπορείς να την υποβάλλεις εδώ!

Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ