fbpx

Η άρνηση διατροφής ως ποινικό αδίκημα και οι συνέπειες

| 12 Νοεμβρίου 2014
ADVERTISEMENT

Ιδιαίτερα συχνό στην εποχή μας είναι το φαινόμενο να μην καταβάλει ο/η υπόχρεος σύζυγος στο/στην δικαιούχο σύζυγο το ποσό της διατροφής, είτε κατά την διάσταση, είτε και μετά την λύση του γάμου με διαζύγιο. Στις περιπτώσεις αυτές της «κακόβουλης» άρνησης του υπόχρεου να καταβάλει την διατροφή, ο Ποινικός Κώδικας θεσπίζει με την διάταξη του άρθρου 358 το ποινικό αδίκημα της παραβίασης υποχρέωσης διατροφής κατά την οποία «Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους». Ο νομοθέτης θέλησε έτσι με την ανωτέρω ποινική διάταξη να προστατεύσει τον αδύναμο οικονομικά σύζυγο από τον σύζυγο που έχει την οικονομική δυνατότητα και παρά ταύτα κακόβουλα δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του για καταβολή διατροφής και με τον τρόπο αυτό η ποινικοποίηση του αδικήματος αποτελεί έναν «μοχλό πίεσης» αφού το Ποινικό Δικαστήριο μπορεί να επισύρει ποινή στερητική της ελευθερίας μέχρις ενός (1) έτους εάν ο υπόχρεος δεν καταβάλει την διατροφή.

Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβίασης της υποχρεώσεως για διατροφή απαιτείται να υπάρχει δεδηλωμένη παράλειψη του υπόχρεου προς διατροφή, προβλεπόμενη  από το νόμο και αναγνωρισμένη με δικαστική απόφαση, έστω και προσωρινά. Αυτή η προσωρινή απόφαση θα πρέπει να διατηρεί την ισχύ της μέχρι να εκδοθεί οριστικά απόφαση διατροφής, έστω και αν μεταβληθούν οι όροι της διατροφής, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της παραβιάσεως της υποχρεώσεως παρότι ο υπόχρεος είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το χρηματικό ποσό που επιδικάστηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβιώσεως του δικαιούχου για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα και ακόμη να υποστεί ο δικαιούχος στερήσεις ή να αναγκασθεί να δεχθεί τη βοήθεια άλλων (π.χ. συγγενικού προσώπου, φίλου κ.α.) για τη διατροφή του. Η στέρηση ως έννοια κρίνεται υποκειμενικώς υπό την έννοια ότι λαμβάνεται υπόψη ο δικαστικώς αναγνωρισμένος τρόπος ζωής του δικαιούχου, επομένως κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά και να λαμβάνεται υπόψη το επίπεδο ζωής του κάθε δικαιούχου διατροφής.


ADVERTISEMENT

Με άλλα λόγια, για την ποινική καταδίκη του υπόχρεου, θα πρέπει να συντρέχει σωρευτικά κατά τα ανωτέρω υποχρέωση εκ του νόμου για διατροφή που να έχει αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση (έστω και προσωρινή), η παραβίαση να γίνεται κακόβουλα (ήτοι ο υπόχρεος να έχει την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει διατροφή και παρά ταύτα να μην τη δίνει) και να έχει περιέλθει ο δικαιούχος σε κατάσταση τέτοια ώστε να εκτίθεται σε στερήσεις για την ικανοποίηση βασικών βιοτικών αναγκών του ή να εξαναγκάστηκε να δεχθεί την βοήθεια άλλων τρίτων προσώπων για την κάλυψη αυτών των αναγκών. Η οικονομική δυνατότητα του υπόχρεου, κρίνεται ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση και την επαγγελματική του δραστηριότητα.

Ως πρόσθετο στοιχείο να είναι η παραβίαση της προς διατροφή υποχρεώσεως κακόβουλη, που καταφάσκεται όταν αυτή οφείλεται σε ενδιάθετη βούληση μη συμμορφώσεως του δράστη προς την υποχρέωση από κακεντρέχεια, μίσος, κακή θέληση, εκδίκηση, δυστροπία ή διάθεση αντιπαλότητας και όχι απλώς σε λησμοσύνη ή αδυναμία προς χορήγηση των οφειλομένων (Άρειος Πάγος 387/2011, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν αποδειχθεί στο ποινικό δικαστήριο ότι ο υπόχρεος δεν έχει την οικονομική δυνατότητα βάσει των εισοδημάτων του ή των εν γένει περιουσιακών του στοιχείων να καταβάλει το ποσό της διατροφής (π.χ. λόγω ανεργίας ή διακινδύνευσης της δικής του διατροφής), ότι δηλαδή υπάρχει μη ηθελημένη αδυναμία καταβολής των οφειλομένων, δεν υπάρχει κακοβουλία και άρα δεν στοιχειοθετείται το εν λόγω αδίκημα. Αν όμως ο υπόχρεος της διατροφής μπορεί να καταβάλει μέρος έστω της διατροφής και δεν το πράττει, τότε διαπράττει παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή. Με άλλα λόγια, ο ποινικός νομοθέτης τιμωρεί την συμπεριφορά του κακόβουλου υποχρέου, που κινούμενος από λόγους αντεκδίκησης και κακεντρέχειας, ενώ η οικονομική του κατάσταση το επιτρέπει, δυστροπεί ως προς την καταβολή της διατροφής.

Η παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή είναι πλημμέλημα. Η ποινική δίωξη του αδικήματος της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής χωρεί αυτεπαγγέλτως, ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε η αξιόποινη πράξη (36 ΚΠΔ) και εφόσον ασκηθεί ποινική δίωξη, η υπόθεση εισάγεται στο ακροατήριο (συνήθως οι υποθέσεις προσδιορίζονται μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί και άνω του ενός έτους), που είναι και το μειονέκτημα της όλης διαδικασίας και σχετίζεται με την αργή απονομή της δικαιοσύνης.


ADVERTISEMENT

Η ποινή που επιβάλλει το ποινικό δικαστήριο είναι σύμφωνα με το άρθρο 358 του Π.Κ. φυλάκιση μέχρις ενός (1) έτους (ειδικότερα το πλαίσιο ποινής είναι από 10 ημέρες – 1 έτος). Σε περίπτωση που ο δράστης (υπόχρεος) κατ’ επανάληψη και σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής, μπορεί να τιμωρηθεί πολλάκις.

Το Ποινικό Δικαστήριο, κατά το άρθρο 99 παρ. 1 του ΠΚ, εφόσον ο δράστης (υπόχρεος της διατροφής) δεν έχει καταδικαστεί στο παρελθόν σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα (1) έτος, καταδικαστεί σε μία τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα (1) και ανώτερο από τρία (3) έτη (συνήθως χορηγείται αναστολή για μία τριετία). Αυτό σημαίνει ότι εάν ο υπόχρεος δεν έχει καταδικαστεί στο παρελθόν σε ποινή μεγαλύτερη από ένα (1) έτος και καταδικαστεί σε μία ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, το Δικαστήριο αναστέλλει για τρία (3) χρόνια την εκτέλεση της ποινής και ο υπόχρεος δεν την εκτίει (δηλ. δεν μπαίνει φυλακή/ πληρώνει χρήματα).

Αν όμως κατά το διάστημα της αναστολής (ήτοι μέσα στην τριετία) ο καταδικασμένος καταδικαστεί και πάλι σε ποινή στερητική της ελευθερίας για κακούργημα ή πλημμέλημα που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής, η αναστολή αίρεται μόλις καταστεί αμετάκλητη η νέα καταδίκη. Η ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη εκτελείται στην συνέχεια μετά την ποινή που είχε ανασταλεί, δηλαδή η άρση της αναστολής επέρχεται αυτοδικαίως, εκτός αν λόγω της ελαφράς φύσης του πλημμελήματος που αφορά η νέα καταδίκη το δικαστήριο με την ίδια απόφαση διατάξει να μην αρθεί η αναστολή.

Τούτο σημαίνει πρακτικά ότι εάν κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής ο καταδικασθείς ήδη μία φορά καταδικαστεί ξανά σε ποινή φυλάκισης (ποινή στερητική της ελευθερίας), επέρχεται άρση της αναστολής μόλις καταστεί αμετάκλητη η νέα καταδίκη και η ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη εκτελείται κανονικά στην συνέχεια μετά την ποινή που είχε ανασταλεί. Δηλαδή, με πιο απλά λόγια, ο υπόχρεος εκτίει την ποινή κανονικά μετά την άρση της αναστολής, που μπορεί να είναι είτε ποινή φυλάκισης, είτε εάν η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο (χρηματική ποινή: 150€ – 15.000€, πρόστιμο: 29€ – 590€). Έτσι, ο δράστης- υπόχρεος θα επιβαρυνθεί όχι μόνο με το οφειλόμενο ποσό της διατροφής, αλλά και με χρηματική ποινή και μάλιστα μεγάλου ύψους, το οποίο αποτελεί μέσο πίεσης για την καταβολή της διατροφής μέσω της ποινικής διαδικασίας. 

Μαρία Τζαβέλα-Δικηγόρος
Δικηγορικό Γραφείο
Eυγενίας Α. Φωτοπούλου & Συνεργατών
Βασιλίσσης Σοφίας 6, T.K. 106 74 Αθήνα
Τηλέφωνα: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
Fax: 210 36 24 703
Email: info@efotopoulou.gr
Web: http://efotopoulou.gr/


Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ