Η πρώτη φορά που σκότωσες
-Μαμά πάω στην Λ.
-Πρόσεχε! Σου έχω πει δεν θέλω να πηγαίνεις σπίτι της. Δεν εμπιστεύομαι τον αδελφό της. Δεν μου αρέσει αυτή η οικογένεια.
– Ωχ ρε μάνα παράτα με. Φεύγω.
Ήταν ένα 16χρονο με πολύ πείσμα. Πνεύμα αντιλογίας, με τα νεύρα να χτυπάνε κόκκινο 24/7.
Η Λ. ήταν φίλη της. Έτσι πίστευε γιατί είχε την τάση να δικαιολογεί αυτά που μια φωνούλα στο κεφάλι της, της έλεγε ότι είναι στραβά. Ήταν και ο αδελφός της εκεί. 19 αυτός. Πάντα της την ψιλοέπεφτε και την κολάκευε λίγο που την κοίταζε ο 19αρης, αλλά ποτέ δεν ήθελε να κάνει κάτι παραπάνω μαζί του.
Μεσημέρι πια. Φάγανε και αράξανε στο σαλόνι. Οι γονείς τους θα δούλευαν μέχρι αργά.
Σε λίγο της λέει ο Α. να πάει να φέρει κάτι από το δωμάτιο. Πήγε. Η πόρτα του δωματίου έκλεισε πίσω της.
-Με τρόμαξες ρε μαλάκα! Δεν το βρίσκω. Ψάξε εσύ, πάω μέσα.
Μπήκε μπροστά της και της έκοψε το δρόμο.
Προσπάθησε να την φιλήσει. Τραβήχτηκε.
– Δε θέλω ρε! Άσε με! Πάω σπίτι.
Την πιάνει με δύναμη και την ρίχνει στο κρεβάτι. Αρχίζει να την ακουμπά σε σημεία που δεν θέλει. Του το λέει αλλά συνεχίζει.
Πονάει γιατί της έχει σφίξει το χέρι, οπότε τον αφήνει για μερικά δευτερόλεπτα ελπίζοντας ότι θα σταματήσει εκεί.
Δεν σταματά όμως. Αρχίζει να την πιάνει κάτω από τα ρούχα.
Τον σπρώχνει και λέει όχι.
Προσπαθεί να τον κλωτσήσει, αλλά είναι πιο δυνατός από εκείνη και δεν μπορεί να τον διώξει από πάνω της.
Φωνάζει πιο δυνατά. Η μπαλκονόπορτα είναι ανοιχτή. Δεν μπορεί σκέφτεται, η Λ. θα με ακούσει και θα έρθει να με βοηθήσει.
Ένα δίκιο το είχε. Η Λ. ήρθε, αλλά όχι για να βοηθήσει εκείνη.
Κλείσε το τζάμι της λέει και φέρε τις χειροπέδες.
Τώρα πραγματικά φοβάται. Η ελπίδα της αρχίζει να χάνεται.
Σπρώχνει με όση δύναμη έχει. Τσιρίζει. Αρχίζει να κλαίει.
Τα χέρια της δεν μπορεί να τα κουνήσει πια. Είναι μόνη, προδομένη, χωρίς βοήθεια από πουθενά.
Το μόνο που κατάφερε να πει πριν της κλείσουν το στόμα ήταν, “τουλάχιστον βάλε προφυλακτικό”.
…………………………
Δεν θυμάται πως έφυγε. Πως γύρισε σπίτι. Δεν είπε τίποτα πουθενά. Ήταν μόνο ένα κακό όνειρο που όμως δεν είχε τελειώσει ακόμα.
3 1/2 μήνες μετά και η περίοδος της δεν έχει φανεί. Φταίνε τα μπάνια στη θάλασσα έλεγε στη μαμά της, αλλά εκείνη ήξερε. Όμως δεν τολμούσε να το πει ούτε στον εαυτό της.
Ο πανικός είναι ο μόνιμος σύντροφος της. Η αφέλεια των 16 της χρόνων την κάνει να ρίχνει μπουνιές στην κοιλιά της και μετά να τη χαϊδεύει και να της μιλάει. Το ένα δευτερόλεπτο να τη μισεί και το επόμενο να βυθίζεται για ώρες σε ένα κενό.
Ένα μεσημέρι η μαμά της, της έφερε ένα τεστ.
Κάντο της είπε και πες μου τι έχει γίνει.
Της μίλησε. Της τα είπε όλα. Ένιωσε 20 κιλά πιο ελαφριά. Την αγκάλιασε χωρίς να πει τίποτα.
Λίγες μέρες μετά, με δική της επιλογή, είχαν τελειώσει όλα.
Ζήτησε από την μητέρα της να μην το πει στον μπαμπά της και εκείνη κράτησε το λόγο της. Ένα βράδυ όμως, που πίστευε ότι κοιμόντουσαν όλοι, τον είδε κρυφά να κλαίει σαν μωρό παιδί.
Χρόνια μετά, κατάφερε και έπεισε τον εαυτό της ότι δεν φταίει για τίποτα από όλα αυτά.
Αυτή την πρώτη φορά την έσβησε από το μυαλό της. Δεν έπρεπε να υπάρχει. Τη σκότωσε.
Η δική της πρώτη φορά, θα ήταν με τους δικούς της όρους. Έξι μήνες μετά, ήταν έτσι ακριβώς όπως την είχε ονειρευτεί.
Πηγή: http://thebluez.gr/
Σχόλια