fbpx

Επίδομα αδείας στον ιδιωτικό τομέα: Τί δικαιούσαι και τί ισχύει

| 26 Ιουνίου 2014
ADVERTISEMENT

Όλοι οι μισθωτοί (υπάλληλοι, εργατοτεχνίτες, μαθητευόμενοι κλπ), εφόσον απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιοδήποτε εργοδότη (ιδιωτικές επιχειρήσεις, δημόσιο, ν.π.δ.δ. κλπ) μαζί με τη λήψη της κανονικής άδειας[1] τους, δικαιούνται να λάβουν και το επίδομα άδειας, το οποίο καταρχήν είναι ίσο με τις αποδοχές της άδειας (και κατά τη διάρκεια της άδειας, ο αριθμός των ημερών της οποίας εξαρτάται ως γνωστόν από τον χρόνο απασχόλησής του εργαζομένου στον ίδιο εργοδότη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη τις συνήθεις αποδοχές του, που θα λάμβανε αν πραγματικά απασχολούνταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του) με τον περιορισμό, όμως, ότι δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός 15θημέρου για όσους αμείβονται με μηνιαίο μισθό και τα 13 ημερομίσθια για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο ή κατά μονάδα εργασίας ή με ποσοστά κλπ.

Συνεπώς, για τον περιορισμό του ποσού του επιδόματος αδείας δεν ενδιαφέρει η ιδιότητα του μισθωτού ως υπαλλήλου ή εργάτη, αλλά ο τρόπος αμοιβής του αν αμείβεται δηλαδή με μηνιαίο μισθό ή ημερομίσθιο. Νοείται βέβαια ότι ο περιορισμός του επιδόματος αδείας σε 13 ημερομίσθια ή ½ του μηνιαίου μισθού αφορά απασχόληση στον ίδιο εργοδότη, με την ίδια σύμβαση εργασίας. Αντίθετα όταν πρόκειται για περισσότερες συμβάσεις μέσα στο ίδιο έτος, στον ίδιο ή σε άλλο εργοδότη, οι οποίες λύνονται με οποιοδήποτε τρόπο, το επίδομα αδείας μπορεί συνολικά να υπερβεί τα 13 ημερομίσθια. Αξίζει να σημειωθεί πως βασική προϋπόθεση για την καταβολή του επιδόματος αδείας αποτελεί η ύπαρξη των προϋποθέσεων που ορίζονται από το νόμο για τη χορήγηση κανονικής άδειας. Απαιτείται δηλαδή ο μισθωτός: α) να υπάγεται στις διατάξεις του Α.Ν. 539/1945 ή σε άλλες διατάξεις που προβλέπουν τη χορήγηση κανονικής άδειας, β) να δικαιούται από τις διατάξεις αυτές άδεια με αποδοχές γ) να μη λαμβάνει ίσο τουλάχιστον επίδομα αδείας. Επομένως, δεν υποχρεούται ο εργοδότης να χορηγήσει επίδομα αδείας, όταν ο μισθωτός δε δικαιούται να λάβει κανονική άδεια.


ADVERTISEMENT

Οι μισθωτοί που λαμβάνουν τμήμα ή ολόκληρη την άδεια δικαιούνται να πάρουν μαζί με την άδεια και μάλιστα προκαταβολικά (άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 4547/1966) τις ανάλογες αποδοχές για επίδομα άδειας, τόσο για το πρώτο και δεύτερο έτος όσο και για τα επόμενα έτη.  Κατ’ αποτέλεσμα, ο μισθωτός όταν αποχωρεί από την εργασία του για την άδειά του, θα πληρωθεί τις αποδοχές των ημερών της άδειας του και συγχρόνως το επίδομα αδείας. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού του επιδόματος αδείας, αλλά έχει την ίδια βάση υπολογισμού με τις αποδοχές της αδείας και συνεπώς οι ίδιες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του.

Το επίδομα αδείας προ­καταβάλλεται, όπως ήδη επισημάνθηκε με την έναρξη της άδειας και απαγορεύεται η κατάτμηση του. Επιπλέον, δεν παίρνει την προσαύξηση του 100%, σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν το καταβάλλει στους μισθωτούς μέχρι τέλους του έτους.

Στις τακτικές αποδοχές, για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας, περιλαμβάνεται και η αποζημίωση για εκτός έδρας διανυκτερεύσεις, εφόσον παρέχεται τακτικά και σταθερά. Επίσης, υπολογίζονται οι πρόσθετες αμοιβές από υπερεργασία, από υπερωρίες, από Κυριακές, από νύχτες κτλ., που καταβάλλονται τακτικά και μόνιμα στο μισθωτό.


ADVERTISEMENT

Κατά το άρθρο 3 παράγ. 8 του Α.Ν. 539/1945, τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα της αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας του. Οι αποδοχές της αδείας και του επιδόματος της αδείας δεν συμψηφίζονται με ανώτερες καταβαλλόμενες αποδοχές από τις νόμιμες. Κατά το άρθρο 3 παρ 1 και 2 κατά την διάρκειαν της αδείας ο µισθωτός δικαιούται, των συνήθων αποδοχών, ως θα εδικαιούτο, εάν απησχολείτο παρά τη υπόχρεη επιχειρήσει κατά τον αντίστοιχον χρόνον ή των αποδοχών των τυχόν δια την περίπτωσιν ταύτην καθωρισµένων δια συλλογικής συµβάσεως. Δια τον κατ’ αποκοπήν ή κατ’ άλλον σύστημα κυμαινομένων αποδοχών αμειβόμενον μισθωτόν, αι αποδοχαί, ων δικαιούται κατά την διάρκειαν της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσον όρον από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους ή προκειμένου περί αδείας χορηγουμένης το πρώτον, από της προσλήψεως, μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών αι οποίαι περιλαμβάνονται εις την χορηγηθείσαν αυτώ άδειαν.

Τέλος, αξίζει να επισημανθεί γενικότερα σε σχέση με τις άδειες στον ιδιωτικό τομέα και ειδικότερα σε σχέση με το επίδομα αδείας με στόχο πάντοτε την παρακολούθηση των πλέον επίκαιρων νομοθετικών εξελίξεων στο μείζονος σημασίας ζήτημα των αδειών, πως σύμφωνα με τον Ν.4254/2014 που τροποποίησε την παράγραφο 3 του άρθρου 4 του νόμου 539/1945 πλέον κάθε εργοδότης οφείλει να τηρεί ειδικό βιβλίο αδειών, το οποίο δύναται να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων. Το ειδικό βιβλίο ή οι μηχανογραφημένες σελίδες πρέπει να φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη «Βιβλίο αδειών» και να περιλαμβάνει τις παρακάτω στήλες: Ονοματεπώνυμο μισθωτών, ημερομηνία πρόσληψης, αριθμός δικαιούμενων ημερών αδείας, χρονολογία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας. Ειδικώς, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας συμπληρώνονται στο σύνολό τους μέχρι το τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους λήψης της κανονικής άδειας.

Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. που ασκούν τον έλεγχο και την εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος. β.Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας ΣΕΠΕ-ΟΑΕΔ IKA-ETAM, με την ονομασία «ΕΡΓΑΝΗ», εντός του μηνός Ιανουαρίου, στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, σε βάρος του εργοδότη, κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 3996/2011 (Α’ 170) όπως ισχύει. Με υπουργική απόφαση δύναται να ρυθμίζεται κάθε όρος και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσης. Η παράγραφος 3, τέθηκε όπως αντικαταστάθηκε με την περίπτωση 2 της υποπαραγράφου ΙΑ.5. του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 και ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι 07-04-2014, σύμφωνα με το άρθρο τέταρτο του ιδίου νόμου.

Για τα ως άνω αξίζει να υπογραμμιστεί πως ισχύουν για όλους τους μισθωτούς που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, είτε πρόκειται περί σχέσης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, είτε περί σχέσης εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, είτε πρόκειται περί υπαλλήλων είτε περί εργατών, είτε πρόκειται περί ωρομισθίων, είτε περί μηνιαία εργαζόμενων με πλήρες ωράριο και ακόμη ισχύουν και εφαρμόζονται μάλιστα ακόμη και στην περίπτωση που πρόκειται για σύμβαση μαθητείας (όπως στην περίφημη περίπτωση των συμβασιούχων stage). Μόνο στην περίπτωση της σύμβασης μίσθωσης έργου από τον εργαζόμενο (άρθρο 681 ΑΚ) δεν νοείται επίδομα αδείας, αφού όπως είναι ευνόητο σε παρόμοιας μορφής συμβάσεις δεν υπάρχει σχέση εξάρτησης και προοπτική διαρκούς παροχής υπηρεσιών από τον εργαζόμενο, που αναλαμβάνει δική του πρωτοβουλία και φέρει το δικό του κίνδυνο προκειμένου να φέρει σε πέρας και να παραδώσει το παραγγελθέν έργο και δεν προβλέπεται εν συνεπεία ανάγκη χορήγησης άδειας και αντιστοίχου επιδόματος από τον εργοδότη.

Εν κατακλείδι, όσα εγράφησαν σχετικά με το επίδομα αδείας που δικαιούνται οι μισθωτοί όλων των κλάδων θα πρέπει να επισημανθεί πως ισχύουν και για τους απασχολούμενους εποχιακά ή σε εποχιακές λειτουργούσες επιχειρήσεις. Για τους μισθωτούς που απασχολούνται με εκ περιτροπής ή διαλείπουσα εργασία (ήτοι εργασία που λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ή κατόπιν ατομικής συμφωνίας με τον εργοδότη, παρέχεται με ενδιάμεσες ή παροδικές διακοπές, δηλαδή όχι όλες τις εργάσιμες ημέρες του μήνα) σύμφωνα με ρητή διάταξη της νομοθεσίας προβλέπεται ότι σε κάθε περίπτωση διαλείπουσας ή εκ περιτροπής εργασίας, ο μισθωτός δικαιούται μετά τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης σχέσης εργασίας στην επιχείρηση, κάθε ημερολογιακό έτος άδεια με αποδοχές, ίση με το ένα δωδέκατο της άδειας που προβλέπεται από αυτόν το νόμο ή άλλη ειδικότερη διάταξη, για κάθε μήνα απασχόλησης από την πρόσληψή του, αν η άδεια χορηγείται για πρώτη φορά ή από τη λήψη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την ημέρα έναρξης της άδειας (άρθρο 1 παρ. 2 ν. 1346/1983). Ως μήνας λογίζονται σε αυτό το εδάφιο είκοσι πέντε ημέρες απασχόλησης.

Επισημαίνεται ότι με το άρθρο 1 παρ. 2 της από 15.07.2010 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., καταργήθηκε η προϋπόθεση της συμπλήρωσης της δωδεκάμηνης υπηρεσίας για τη χορήγηση άδειας. Έτσι και οι μισθωτοί αυτοί έχουν δικαίωμα να λάβουν άδεια και επίδομα αδείας για κάθε 25 ημέρες πραγματικής εργασίας τους. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, είναι πρόδηλο πως ο εργαζόμενος, ο οποίος κατά το διάστημα χορήγησης της άδειάς του απασχολείται με σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, δικαιούται ετήσια άδεια με αποδοχές και επίδομα αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα λάμβανε αν εργαζόταν. Ως εκ τούτου οι αποδοχές αδείας θα αντιστοιχούν στον αριθμό των εργάσιμων ημερών που δικαιούται ως άδεια, ειδικότερα δε το επίδομα αδείας θα φθάσει το ύψος των αποδοχών αδείας και ως του ορίου των 13 ημερομισθίων (Έγγραφο 20930/692/2012 Υπουργ. Εργασίας- Κοιν. Ασφάλισης, ΔΕΝ 2013, σελ. 622).[2]

Τέλος, σχετικά με το αν υπάρχει κάποια ευνοϊκότερη ρύθμιση και συγκεκριμένα κάποια επιβαλλόμενη από κοινωνικούς λόγους και λόγους επιείκειας προσαύξηση, για τους μονογονείς ως προς το επίδομα αδείας στον ιδιωτικό τομέα δυστυχώς η απάντηση είναι αρνητική. Το άρθρο 7 της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ ως προβλέπον θεσμικούς όρους, με την ΕΓΣΣΕ του 2013, το οποίο έχει τίτλο: Μονογονεϊκές οικογένειες και το οποίο ισχύει και εφαρμόζεται ή τουλάχιστον πρέπει να εφαρμόζεται στον ιδιωτικό τομέα προβλέπει απλώς (χωρίς να ορίζει κάτι πιο συγκεκριμένο και ευμενές, ωστόσο, ως προς το επίδομα αδείας) για τους μονογονείς άδεια με αποδοχές για έξι ακόμη ημέρες το χρόνο και συγκεκριμένα τα εξής: Στους εργαζόμενους (-ες) που έχουν χηρέψει και στον άγαμο(-η) γονέα που έχουν την επιμέλεια του παιδιού, χορηγείται άδεια με αποδοχές έξι (6) εργασίμων ημερών το χρόνο, πέραν αυτής που δικαιούνται από άλλες διατάξεις.


[1]  Από το νόμο επιβάλλεται το μισό τουλάχιστον του προσωπικού που απασχολείται σε κάθε επιχείρηση να πάρει την άδειά του κατά τη θερινή περίοδο, δηλαδή κατά το διάστημα από 1ης Μαϊου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου. Το υπόλοιπο προσωπικό θα πάρει την άδειά του αναγκαστικά στους υπόλοιπους μήνες (άρθρο 4 Α.Ν. 539/1945).

[2] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον υπολογισμό των ημερών αδείας των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα εν γένει και σχετικά με τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αυτής, βλ. Λαναρά Κων., Εργατική και Ασφαλιστική Νομοθεσία, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014.

Λυδία Ζωγοπούλου-Δικηγόρος
Δικηγορικό Γραφείο

Eυγενίας Α. Φωτοπούλου 
Βασιλίσσης Σοφίας 6, T.K. 106 74 Αθήνα
Τηλέφωνα: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
Fax: 210 36 24 703
Email: info@efotopoulou.gr
Web: http://efotopoulou.gr/


Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ