fbpx

Σοφία Βέμπο: Κριτικός της εποχής της είπε “Πήγαινε σπίτι σου να πλύνεις πιάτα!”

| 28 Οκτωβρίου 2014
ADVERTISEMENT

Η γυναίκα θρύλος, της οποίας το όνομα έγινε σύμβολο Εθνικής Αντίστασης!

Ο αέρας της θάλασσας έπαιρνε τη βαριά εκφραστική φωνή της, που ήταν καμωμένη από θλίψη και μοναξιά και την σκορπούσε σ’ όλο το καράβι που την άκουγε εκστασιασμένο και την πήγαινε στα τεράστια κύματα, που λες μαλακώνανε απ’ το χάδι και την τρυφεράδα της φωνής της…


ADVERTISEMENT

Σοφία Βέμπο, το αηδόνι της Ελλάδας, όπως σωστά την αποκάλεσαν κάποτε. Ο θρύλο αυτός του ελληνικού τραγουδιού, που το όνομά της και τα τραγούδια της έμειναν αθάνατα στο πέρασμα του χρόνου.

«Με το τραγούδι υψώνεται της πολιτείας το κάστρο κι από της λύρας τα όνειρα τα έργα τα μεγάλα».

Δίκιο έχει ο ποιητής. Πολλές φορές ένας στίχος, ένα τραγούδι, γκρεμίζουν με περισσότερη σιγουριά από χιλιάδες πυροβόλα και από στρατιές τανκ.


ADVERTISEMENT

Με όπλο, πυροβόλο, τανκ, χειροβομβίδα, το πινδαρικό τραγούδι της πολέμησε δίπλα στον φαντάρο και μέσα απ’ τα επικά μονοπάτια της φωνής της, μας οδήγησε στην αποθέωση του 1940.

Χωρίς τη φωνή της, ίσως εκείνος ο πόλεμος να μην είχε αυτή την έξαρση, κι αυτή την αποκοτιά. Η φωνή της συγκλόνιζε την Ελλάδα. Αυτή η φωνή είχε γίνει στον πόλεμο του ‘40 η ίδια η Ελλάδα. Γι’ αυτό και το θρυλικό τραγούδι της ξεπέρασε τον φθαρτό άνθρωπο και ξεχύθηκε στις σελίδες της Ιστορίας. Η φωνή της προσκλητήριο και υπόμνηση, σάλπισμα και εγερτήριο εθνικό, θα ακούγεται κρυστάλλινη και καθαρή, κάθε φορά που η εθνική ή ατομική μνήμη θα σκαρφαλώνει στα Βορειοηπειρωτικά βουνά του ‘40.

Τον Όμηρο τον διεκδικούσαν οι περισσότερες πόλεις της πανάρχαιας Ελλάδας. Τελικά δεν μάθαμε ποτέ πού πρωτοείδε το φως της ζωής ο μυθικός ποιητής. Το παρόμοιο συνέβαινε και με τη Σοφία Βέμπο. Την διεκδικούσαν μια πλειάδα πόλεων: η Λάρισα, ο Βόλος, η Τσαγκαράδα, η Καλλίπολη, η Τσαριτσάνη, η Ελασσόνα. Τελικά, όπως μας πληροφορούν τα ληξιαρχικά βιβλία, γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Θράκης.
Μεγάλωσε στο Βόλο, εκεί τέλειωσε το γυμνάσιο και εκεί ερωτεύτηκε για πρώτη φορά. Είχε αυτή την κακή συνήθεια. Ερωτευμένη όντας, παρέμεινε αρραβωνιασμένη για 19 ολόκληρα χρόνια. Δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια, παγκόσμιο ρεκόρ μνηστείας. Είχαν γράψει τότε οι ειδικοί τη στροφή αυτή για την περίπτωσή της.

Θα περάσουνε τα χρόνια
και θα λένε για την Βέμπο
κι άνθρωποι και τα αηδόνια
ήτανε στην εποχή της
τραγουδίστρια φημισμένη
μόνο που η κακομοίρα
πέθανε αρραβωνιασμένη.

Από πιτσιρίκα τραγουδούσε κι έπαιζε κιθάρα. Η ανακάλυψή της έγινε στο καράβι Κεφαλληνία. Ταξίδευε για τη Θεσσαλονίκη, πήγαινε εκεί σε κάποιους συγγενείς της για να τη βοηθήσουν να βρει κάποια δουλειά, γιατί ο πατέρας της είχε ατυχήσει και η οικογένειά της ζούσε σε τρομερή φτώχια.

Ήταν μια δεκαεφτάχρονη υψηλόκορμη μελαχρινή κοπέλα, με τεράστια ανατολίτικα μάτια, φτιαγμένα λες από αναμμένα κάρβουνα, που οι φλόγες τους δεν καίγανε, αλλά χαϊδεύανε.

Τραγουδούσε ολομόναχη με το ακομπανιαμέντο της κιθάρας της.
Ο αέρας της θάλασσας έπαιρνε τη βαριά εκφραστική φωνή της, που ήταν καμωμένη από θλίψη και μοναξιά και την σκορπούσε σ’ όλο το καράβι που την άκουγε εκστασιασμένο και την πήγαινε στα τεράστια κύματα, που λες μαλακώνανε απ’ το χάδι και την τρυφεράδα της φωνής της.

Στο τέλος του τραγουδιού ακούστηκε ένα παρατεταμένο, ενθουσιαστικό χειροκρότημα, ήταν το πρώτο χειροκρότημα της ζωής της.

Στο καράβι μέσα, μετά που τέλειωσε το τραγούδι, λες κι ήταν εκεί το τυχερό της, έγινε η πρώτη γνωριμία της με τον ιμπρεσάριο Κώστα Τσίμπα, που έγινε η αιτία αργότερα να βρεθεί με ένα συμβόλαιο στο χέρι για εννιά χιλιάδες δραχμές τον πρώτο χρόνο και δώδεκα τον δεύτερο, ποσά μυθικά για την τότε εποχή, και το χειμώνα του 1933 έγινε η πρώτη επαφή της με το θέατρο και τον κόσμο του. Η επιτυχία της ήταν τρομερή, το κοινό την ανακάλεσε πολλές φορές στη σκηνή και το χειροκρότημα που δέχτηκε ήταν κάτι το πρωτοφανές για τα δεδομένα του θεάτρου.

Υπήρχαν φυσικά και οι αντιρρησίες. Κάποιος μάλιστα κακόβουλος κριτικός της εποχής την κάλεσε να τα παρατήσει όλα και να πάει στο σπίτι της να πλένει πιάτα. Αργότερα όμως τόσο αυτός όσο και οι άλλοι που αντιδρούσαν μπροστά σ’ αυτό τον θρύλο, σταύρωσαν τα χέρια και παραδέχτηκαν ήττα, θέλοντας και μη. 

Η επιτυχία της ήταν τόσο μεγάλη που τους έκανε να νιώσουν κι αυτοί την πραγματικότητα και να την πλησιάσουν ζητώντας μάλιστα την φιλία της, γιατί είχε κι αυτή τη μυστηριώδη δύναμη η λυγερή μελαχρινή κοπέλα: να τη θαυμάζουν ακόμη και οι πιο θανάσιμοι της εχθροί.
Στα 1938 η Σοφία Βέμπο αρπάζει το δημοτικό τραγούδι που σκαρφαλώνει σαν αγριοκάτσικο στα ορμάνια και στα άγρια βουνά, και το κατεβάζει στην Αθήνα.

Για πρώτη φορά η Σοφία φοράει τη θρυλική τσεμπέρα – που αργότερα έγινε σύμβολο Εθνικής Αντίστασης – τα κοντογούνια και της κλαρωτές φούστες της Ελληνίδας του βουνού και του λόγγου και της θάλασσας και φέρνει τον κόσμο σε επαφή με τις ρίζες του και τον γεμίζει με μοσχομύριστη πρωτόγνωρη Ελλάδα και φυσικά αποθεώνεται για μια ακόμη φορά και γίνεται η τραγουδίστρια του λαού. Έτσι, η φήμη της παίρνει διαστάσεις θρύλου.

Φθάνουμε στις αρχές του 1940. Όλη η Ευρώπη αισθάνεται να την κυκλώνει η καυτή ανάσα του χιτλερικού κτήνους. Η μικρή, ειρηνική Ελλάδα αγωνιζόταν να κρατηθεί έξω από αυτό τον πόλεμο. Δέχτηκε όμως την επίθεση του Μουσολίνι, που ξεκίνησε για ένα πολεμάκο, έτσι έλεγε περιφρονητικά, εναντίον της Ελλάδας. Που στάθηκε όμως για τον ίδιο ο θάνατός του και ο ισόβιος εξευτελισμός του.

Τότε ήταν που γράφτηκε το τραγούδι Παιδιά της Ελλάδος, και στάθηκε το μοιραίο τραγούδι που αναστάτωσε τη ζωή της μαχόμενης Ελλάδας. Ήταν το τραγούδι αυτό η δόξα του ‘40, ο ύμνος που γέμισε ψυχή και αποκοτιά μια χούφτα τρελών που εξευτέλισαν μια ολόκληρη αυτοκρατορία.

Το λάθος όμως που διέπραξε ο Μουσολίνι να αφήσει άθικτη τη Βέμπο για να τον εξευτελίζει καθημερινά, δεν το διέπραξε και ο Χίτλερ, γι’ αυτό και η Γκεστάπο, το 1941, συνέλαβε τη Βέμπο και την έριξε στις φυλακές Αβέρωφ.

Μα δεν ήταν όμως ποτέ δυνατόν το αηδόνι να βουβαθεί, και μια νύκτα τα καταφέρνει και δραπετεύει απ’ το σιδερένιο κλουβί του βάρβαρου Τεύτονα και του μαδημένου αετού της Ρώμης, και πετάει λεύτερη πια στις χώρες του αιωνίου ήλιου. Φθάνει έτσι στη Μέση Ανατολή, και με το τραγούδι της κατορθώνει να κρατάει ξυπνητούς τους ελεύθερους των σκλάβων.

Για όλη την πλούσια προσφορά της η Σοφία Βέμπο δεν πήρε ποτέ της μια πεντάρα. Το όνομά της δεν είναι γραμμένο σε κανένα κρατικό δεφτέρι, γι’ αυτό και έμεινε πάντα φτωχή. Δεν είχε ούτε ένα διαμέρισμα. Το μόνο ιδιόκτητο που είχε αποκτήσει ήταν ένας τάφος.  H Σοφία όμως, απέκτησε κάτι πιο πολύτιμο και πιο ακριβό: Την τιμή να την αγαπάει και να τη χειροκροτεί ένας ολόκληρος λαός!

Μετά την απελευθέρωση, ακολούθησαν τα μεγάλα ταξίδια της σε Ευρώπη, Αμερική, Αφρική. 
Το καλοκαίρι του 1950, από τα κέρδη που της απέφεραν τα ταξίδια της αυτά κτίζεται το θέατρό της. Δεν έφτιαξε σπίτι, νοικοκυριό, αλλά ένα χώρο όπου στέγασε το τραγούδι της, την αγάπη και το σεβασμό στο κοινό της.

Το 1957, σ’ ένα ερημοκλήσι της Αττικής, η Σοφία Βέμπο, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, παντρεύτηκε επιτέλους τον ποιητή της. Δεκαεννιά χρόνια αρραβώνα έφθασαν αισίως στο τέλος, και ο γάμος της Σοφίας, όπως και όλη η ζωή της, στάθηκε ένα υψηλό δείγμα αρετής, συνέπειας και πίστης.

Η Σοφία Βέμπο φεύγει από τη ζωή χτυπημένη από ένα βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, στις 11 Μαρτίου του 1978. Ήταν μόλις 68 χρόνων. Η κηδεία της μετατρέπεται σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο. Η Τραγουδίστρια της Νίκης αποθεώνεται εκείνη τη μέρα από τον ελληνικό λαό που τη θεωρούσε και μέχρι και σήμερα, τη θεωρεί ηρωίδα του!

Πηγή: Εδώ

Ηθικό δίδαγμα: Οι άνθρωποι δύσκολα δέχονται την αλλαγή και εύκολα εκφράζουν τη πικρία, τη κακία και τη ζήλια τους. Μην το βάζεις ποτέ κάτω, ό,τι κι αν ακούσεις και να είσαι έτοιμος να ακούσεις πολλά. Η φωνή της καρδιάς σου και της δύναμής σου, είναι η μόνη που σου λέει την αλήθεια!

Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ