Ο μικρούλης έφυγε διακοπές με τον μπαμπά του. Και πονάω…
Πήρε το μικρό του σακίδιο που με κόπο έσερνε γιατί όσο βαρύ κι αν ήταν. δεν ήθελε κανένας να του το κρατήσει. Βγήκε στη πόρτα γεμάτος χαρά και έπεσε στην αγκαλιά του μπαμπά του. Κοιταχτήκαμε συγκινημένοι αλλά δεν είπαμε τίποτα. Του έδωσε το μικρό του χεράκι «Πάμε μπαμπά πάμε θάλασσα» «Εμένα βρε δεν θα με φιλήσεις;». «Έλια κι εσύ μαμά». Δεν μπορώ Γιώργο μου εγώ πρέπει να κάτσω εδώ. Πήγαινε εσύ και να περάσεις καλά. Θα κάνεις ό,τι σου λέει ο μπαμπάς, θα τον ακούς εντάξει;». «Ναι». «Να σου δώσω ένα φιλάκι;» «Ναι δώσε μου» μου λέει. Του δίνω ένα μου δίνει κι εκείνος. «Πάμε;» του λέει ο μπαμπάς του. «Να προσέχετε» φωνάζω.
Βγαίνω στο δρόμο, ο μπαμπάς του βάζει μπροστά το αυτοκίνητο. Κοιτάζω τον μικρούλη από το τζάμι και τον χαιρετάω. Μου χαμογελάει και χτυπάει τα ποδαράκια του ανυπομονώντας να φύγει «Γειά μαμά, πάω διακοπές εγώ τώρα» μου λέει. Και το αμάξι φεύγει. Στέκομαι στη μέση του δρόμου και κοιτάζω το αμάξι που φεύγει, μέχρι που στρίβει στη γωνία. Έχω μείνει με το χέρι όρθιο, αγκιλωμένο να χαιρετάω τη ζωή μου , να τη βλέπω ολόκληρη να χάνεται. Κάνω μαύρες σκέψεις και προσπαθώ να τις διώξω. Μπαίνω στο σπίτι, κλείνω τη πόρτα και τρέχω να κλάψω στη κούνια του. Γίνομαι ράκος.
Ποτέ δεν πίστευα πως θα μου έλειπε τόσο πολύ το παιδί μου. Ποτέ δεν πίστευα πως το είχα δεδομένο, πως οι φορές που έχω πεί από μέσα μου «Πήγαινε για ύπνο να κάτσω να δουλέψω επιτέλους» θα γίνονταν «Που να είναι τώρα, τι να κάνει;». Ποτέ δεν πίστευα πως θα κατέρρεα. Το σπίτι είναι άχρωμο. Μπαίνω στο δωμάτιό του και γίνομαι χίλια κομμάτια. Κάθομαι στη κούνια του και κοιτάζω τα αμαξάκια, τα αεροπλανάκια, τα αρκουδάκια, το ποδήλατό του. Κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα, κοιτάζω το ημερολόγιο. Το σπίτι είναι εκνευριστικά σιωπηρό. Τρέμω που πρώτη φορά μετά από 3 χρόνια, δεν θα ξυπνήσω δίπλα του. Δεν θέλω να ξημερώσει.
«Κάνε κάτι για σένα, ξεκουράσου αυτές τις μέρες» μου λένε. Προσπαθώ μα δεν μπορώ, το μυαλό μου είναι συνέχεια εκεί. Πώς να ξεκουραστεί το σώμα; Πώς τώρα ξαφνικά θα κάνω κάτι μόνο για μένα όταν ακόμη κι αυτό, έχω μάθει να το κάνω μαζί του; Βρέχει. Να έχουν φτάσει άραγε; Να είναι καλά; Πόσα παιδιά φέτος θα αποχωριστούν τους γονείς τους για να πάνε διακοπές και πόσοι θα μείνουν πίσω σαν εμένα, να περιμένουν με αγωνία τις μέρες να περάσουν; Πάντα πίστευα πως σαν μάνα ήμουν κάπως απρόσιτη, λιγότερο ζεστή. Η δουλειά μου απορροφάει τόσο χρόνο που νόμιζα πως τον είχα βάλει σε δεύτερη μοίρα κι ένιωθα ενοχές γι’ αυτό. Τώρα καταλαβαίνω πόση αγάπη κρύβω μέσα μου για εκείνον. Όση δεν ένιωσα όταν μου τον έφεραν πρώτη φορά στο μαιευτήριο, τη νιώθω σήμερα που έφυγε πρώτη φορά χωρίς εμένα…
Μπαίνω στο facebook για να ξεχαστώ. Βλέπω παιδάκια φίλων στις παραλίες, να κάνουν πυργάκια, γκριμάτσες, βουτιές. Γιατί να μην είμαι κι εγώ μαζί του; Αξίζει τον κόπο που έμεινα πίσω και δεν είμαι μαζί του; Πάω ξανά στο δωμάτιό του και χαζεύω τα παιχνίδια του, μυρίζω το άρωμα απ’ τα μαλλιά του στο μαξιλαράκι του κaι υπόσχομαι στον εαυτό μου, πως δεν θα τον μαλώσω ποτέ ξανά που ανεβαίνει στη βρύση και παίζει με το νερό. Που θέλει και τρίτο μπισκότο, που δεν τρώει το φαγητό του, που θέλει να βλέπει Αινστάιν με τις ώρες. Κάτι τέτοιες στιγμές νιώθω πως θέλω να του κάνω όλα τα χατίρια. Μα δεν είναι εδώ να τα ζητήσει…
Κυριακή Χαριτάκη
Σχόλια