fbpx

Σαν κλεψύδρα στη ζωή του

| 24 Μαΐου 2016
ADVERTISEMENT

Απόψε έφυγε νωρίς. Δεν μπόρεσε να μείνει πάνω από μια ώρα.
Το’ ξερα από τη πρώτη ατάκα που ξεστόμισε.
“Αύριο πρέπει να σηκωθώ νωρίς”.
“Αύριο πρωί πρέπει να κάνω αυτό, το ένα, το άλλο”.
“Πρέπει να φύγω με χρειάζονται”.
Πάντα έτσι ξεκινάει για να μου πει πως σύντομα ο χρόνος μου τελειώνει.
Σαν κλεψύδρα στη ζωή του!

Γύρισα σπίτι, είδα το γεμάτο τραπέζι άδειο από εκείνον και κατέρρευσα.
Δεν μου’ κανε καρδιά να το μαζέψω.
Κι ύστερα είδα τη κάφτρα στο τραπεζομάντηλο και γέλασα.
Ακόμα κι όταν έρχεται στα γρήγορα και φεύγει, πάντα αφήνει κάτι πίσω που με καίει.


ADVERTISEMENT

Γύρισα απ’ την Ανάσταση με σβηστό κερί κι ένιωσα μόνη.
Κι έπιασα τον εαυτό μου να εύχεται του χρόνου τέτοια μέρα να τη γιορτάζουμε μαζί. Κι όπως το Αναστάσιμο κερί, έτσι έσβησε την ίδια στιγμή και η ευχή.
Μέσα μου ξέρω πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει.

Κάθε φορά που έρχεται φωτίζομαι και κάθε που κλείνει η πόρτα πίσω του, νομίζω πως είναι η τελευταία που τον βλέπω.
Πάντα στο τέλος κλείνει μια πόρτα πίσω του με εκείνον να τραβάει το χερούλι.
Του σπιτιού, του αυτοκινήτου. Της ζωής του.
Φοβάμαι.

Φοβάμαι μήπως δεν του αρκεί αυτό που ζει μαζί μου και φύγει. Και χαθεί.
Φοβάμαι μήπως τα γέλια μας του κοστίσουν τόσο, που μια μέρα ξυπνήσει και πιστέψει πως το πρόβλημα του, είμαι εγώ.
Φοβάμαι μήπως δεν καταλάβει ποτέ, πόση χαρά μπορώ αν μ’ αφήσει, να του δώσω.
Μα πιο πολύ φοβάμαι πως εκεί που πάει, δεν τον αγαπούν.


ADVERTISEMENT

Και δεν του το λέω, σιωπώ. Δεν κάνει και δεν πρέπει.
Να είμαι αντικειμενική, πρέπει.
Να είμαι ανώτερη.
Να είμαι αόρατη, να μην ενοχλώ.
Να μην τον επηρεάσω.
Να μην τον πληγώσω.
Μα η αλήθεια βγάζει μάτι και τη ξέρω. Τη βλέπω. Και τη βλέπει κι αυτός.

Δεν τον αγαπούν εκεί που πάει.
Δεν τον σκεπάζουν τα βράδια μην κρυώσει.
Δεν θέλουν να δουν την όμορφη ψυχή του πίσω απ’ τα λάθη του.
Αρνούνται να δουν τα όνειρά του πίσω απ’ τα λεφτά του.
Δεν τον ρωτάνε τί θα ήθελε να φάει, πώς ήταν η μέρα του, αν είναι χαρούμενος, αν είναι ευτυχισμένος.
Γιατί δεν τους νοιάζει να είναι ευτυχισμένος.
Τους νοιάζει να είναι φυλακισμένος. Δεμένος.
Σ’ ένα γάμο για το θεαθήναι.
Κι αυτό με σκοτώνει.
Και πιο πολύ με σκοτώνει εκείνος.
Που
 είναι διατεθειμένος να με πετάξει απ’ έξω αρκεί να μην πονέσουν, αυτοί που δεν τον αγαπούν.
Που στο τέλος της μέρας, όλα αυτά, είναι μονάχα επιλογή του.
Γιατί αυτό κατά βάθος πιστεύει πως αξίζει…το μέτριο.
Ενώ αξίζει το χρυσάφι του κόσμου!

Κι έτσι είμαι πάντοτε στη κόψη. Πάντοτε έτοιμη για τη φυγή του, απ’ τη ζωή μου.
Σαν να κοιμάμαι αγκαλιά με τον φακό, να περιμένω κάθε βράδυ τον σεισμό!

Εμένα που τον αγαπώ, εμένα θα “στείλει”.
Εμένα που τον αγαπώ πιο πολύ από οποιονδήποτε έχω αγαπήσει στη ζωή μου.
Που τον βάζω στη καρδιά μου, αμέσως μετά το ίδιο το παιδί μου.
Μ’ αυτόν τον φόβο κοιμάμαι και ξυπνώ.

Πώς δεν τον αγαπούν εκεί που πάει αλλά κι εδώ που έρχεται φοβάται ν’ αγαπήσει.
Φοβάται πως η αγάπη μου θα είναι μια απ’ τα ίδια.

Πώς να τον πείσω πως όταν κλείνω τα μάτια, μας φαντάζομαι με ένα τσούρμο παιδιά, στο Κυριακάτικο τραπέζι του σπιτιού μας να γελάμε;
Και πώς να πείσω τον εαυτό μου πως αυτή η μέρα, δεν θα’ ρθει ποτέ για μας;

Στο μισό να σ’ αγαπήσει άλλη όπως εγώ και θα΄μαι χαρούμενη για ‘σένα.
Άσε με εμένα…κλεψύδρα ήμουνα, κλεψύδρα θα μείνω.

Και σαν κλεψύδρα ο χρόνος μου τελειώνει…

Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

ΣΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ